17 Νοέμβρη 1973
Μέρα χαραγμένη για πάντα στη μνήμη μου. Ημουν δεκατριών χρονών στην Β' Γυμνασίου. Το σπίτι λόγω "αριστεράς πλευρίτιδας" του πατέρα μου ζούσε σε ρυθμούς γενικού ξεσηκωμού. Ο σταθμός του Πολυτεχνείου μόνιμα ανοιχτός καλούσε τους αθηναίους να κατέβουν να ενωθούν με τους φοιτητές. Ολη η Αθήνα στο πόδι.
Θυμάμαι τον πατέρα μου που με άρπαξε από το χέρι να κατέβουμε μαζί, τη μάνα μου να φωνάζει "πού το πας το παιδί", τις σκάλες που κατεβήκαμε τρέχοντας, τον αέρα που μύριζε δυόσμο Πέμπτη βράδυ ήταν και τότε.
Θυμάμαι τον κόσμο, το πανηγύρι, τη χαρά, έβλεπες τους ανθρώπους και
νόμιζες ότι τους ξέρεις όλους. Πατησίων και Στουρνάρη γωνία σταθήκαμε
και βρήκαμε κι άλλους γνωστούς, φίλους, μια γειτόνισσα, όλοι εκεί. Οι
φοιτητές στα κάγκελα με τη σημαία της Ελλάδας.Μέρα χαραγμένη για πάντα στη μνήμη μου. Ημουν δεκατριών χρονών στην Β' Γυμνασίου. Το σπίτι λόγω "αριστεράς πλευρίτιδας" του πατέρα μου ζούσε σε ρυθμούς γενικού ξεσηκωμού. Ο σταθμός του Πολυτεχνείου μόνιμα ανοιχτός καλούσε τους αθηναίους να κατέβουν να ενωθούν με τους φοιτητές. Ολη η Αθήνα στο πόδι.
Θυμάμαι τον πατέρα μου που με άρπαξε από το χέρι να κατέβουμε μαζί, τη μάνα μου να φωνάζει "πού το πας το παιδί", τις σκάλες που κατεβήκαμε τρέχοντας, τον αέρα που μύριζε δυόσμο Πέμπτη βράδυ ήταν και τότε.
Μια στιγμή στο χρόνο που δεν θα ξεθωριάσει ποτέ. Οι καρδιές των ανθρώπων στον ίδιο ρυθμό και το χέρι του πατέρα μου η δική μου ασφάλεια μου μέσα στον τόσο κόσμο.
Θυμάμαι την άλλη μέρα Παρασκευή στο σχολείο, συντηρητικό για κόρες "καλών οικογενειών", δεν πετούσε μύγα. Ολα στη νηφάλια νιρβάνα τους αλλά εμείς ξέραμε από τα σπίτια μας και κάναμε πηγαδάκια στο διάλειμα να πούμε ότι είχαμε μάθει η μιά στην άλλη. Η καθηγήτρια της ιστορίας η κ. Μαζαράκη μας μάζεψε γύρω της συνομωτικά και είπε "παιδιά θα τις θυμάστε αυτές τις μέρες, είναι της γενιάς σας η ελπίδα". Δεν καταλάβαμε και πολλά αλλά μας άρεσαν τα μάτια της που βούρκωσαν κι ήταν αλλιώτικα από την συνηθισμένη παγερή αυστηρότητα. Το μεσημέρι μας άφησαν νωρίς και τα πούλμαν δεν ήρθαν, φύγαμε όπως-όπως.
Ο σταθμός του Πολυτεχνείου συνέχιζε κι όλοι περίμεναν, κι όλοι ανησυχούσαν, τα μηνύματα δεν ήταν καλά. Ζητούσαν φάρμακα κι έδιναν οδηγίες στους συγκεντρωμένους πώς να αποφεύγουν τα δακρυγόνα. Η φωνή του Δημήτρη Παπαχρήστου έσπασε σαν σε λυγμό. Κάτι μισόλογα έπιανα από τους δικούς μου και κανένας δεν φαινόταν να έχει όρεξη να απαντήσει στις ερωτήσεις μου. Κάθε βράδυ είχαμε και το BBC, τη Ντώυτσε Βέλλε αυτά τα έπαιζα στα δάχτυλα πια, αλλά κι εκεί τα μηνύματα δεν ήταν καλά. "Αυτή την ώρα γίνεται επέμβαση των τανκς στο Πολυτεχνείο. Η στρατιωτική χούντα των Αθηνών αποφάσισε την επέμβαση με άρματα μάχης στο χώρο του ιδρύματος. Αγαπητοί ακροατές και φίλοι από την Ελλάδα η χούντα έδειξε το αληθινό της πρόσωπο πάνω στους άοπλους πολίτες και στα νιάτα της χώρας..."
"Αδέλφια μας στρατιώτες, αδέλφια μας στρατιώτες, δεν θα σηκώσετε όπλο, δεν θα σηκώσετε και δεν θα πυροβολίσετε τ' αδέρφια σας...." η σπασμένη φωνή του Δημήτρη στο σταθμό κι ο Εθνικός Υμνος ανατριχίλα κι όνειρο !
Κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Ολο καφέδες πίνανε κι εγώ ρωτούσα τι έγιναν τα παιδιά αλλά όλο "σταμάτα παιδί μου" μου λέγανε και με κοιτάζανε περίεργα. Ούτε ξέρω πόσες φορές με έσφιξε η μάνα μου στην αγκαλιά της εκείνο το βράδυ σαν να φοβόταν μη με χάσει. "Τα παιδιά του κοσμάκη τους φταίξανε ανάθεμά τους" έλεγε. Ο πατέρας μου σαν το λιοντάρι στο κλουβί, έλεγε πώς μπορεί νάρθει πάλι η αστυνομία στο σπίτι μας κι όλο περίμενε το χτύπο στην πόρτα.
Πού να πάρεις τηλέφωνο να ρωτήσεις και ποιον; Οσοι ξέρανε δεν κάνανε παρέα με μας. Ο γείτονας ο συνταγματάρχης πέταγε πότε πότε κανένα νέο, εξαίρεση αυτός, αλλά ποτέ από το τηλέφωνο.
Στο Γενικό Επιτελείο, δίπλα μας είχαν συνεχή επιφυλακή. Το ήξερα γιατί το στρατιωτικό τζιπ της ΕΣΑ περνούσε κάθε μισή ώρα στο δρόμο μας μη τυχόν και βγει κανένας ούτε στο παράθυρο.
Ξημέρωσε ένα γκρίζο πρωϊνό Σαββάτου, κρύο και μουγκό. Σχολείο δεν είχαμε. Είχαμε μόνο στρατιωτικό νόμο. Κανένας μας δεν ρώτησε τίποτα, σαν να ξέραμε όλοι.
Η γειτόνισσα από την κουζίνα είπε σιγά στη μάνα μου "όλη τη νύχτα τους φέρνανε εδώ στο Ρυθμιστικό, πολύ κόσμο φέρανε, λένε". Κατάλαβα πια. Το πανηγύρι, η γιορτή του κόσμου τέλειωσε, η αστυνομία χτύπησε ανθρώπους, υπήρχανε τραυματίες.
Ολα ήτανε γκρίζα εκείνη την ημέρα. Οσα χρόνια πέρασαν ποτέ δεν ξαναείδα το γκρίζο εκείνου του Σαββάτου. Η Αθήνα νεκρή, όλα διαλυμένα, κανείς δεν κυκλοφορούσε έξω. Αρχισε η προπαγάνδα πάλι στο ραδιόφωνο και τ' απόγευμα στην ΥΕΝΕΔ λέγανε ότι "εντός του Πολυτεχνείου οι ταραξίαι είχον συγκεντρώσει αντεθνικάς προκηρύξεις και είχον κατασκευάσει παράνομον ραδιοφωνικόν σταθμόν" και δώστου έδειχναν πλάνα από τις εκκαθαρίσεις που έκανε η καλή αστυνομία και τα όργια που είχαν κάνει οι κακοί "κομμουνισταί εντός του Πολυτεχνείου".
Ο γείτονας ο συνταγματάρχης είπε σ' έναν θείο μου ότι "βρέθηκαν εκατοντάδες προφυλακτικά" κι εκείνος ήρθε και μας το είπε για να μάθουμε τι φοβερά πράγματα είχανε κάνει τα "κωλόπαιδα" τόσες μέρες στο Εθνικό Μετσόβειο και ο σκοπός τους δεν ήταν εθνικός όπως λέγανε κι ο πατέρας μου έγινε έξω φρενών και του είπε "άντε ρε ηλίθιε που χάβεις ότι σου λένε" και ο θείος έφυγε θυμωμένος και μας θυμήθηκε πάλι στη μεταπολίτευση.
Κι εγώ να επιμένω στους γονείς μου ότι καλά κάνανε τα παιδιά και είχαν προφυλακτικά για να προφυλαχτούνε από την αστυνομία και δώσανε και πήρανε να μου κλείσουν το στόμα αλλά τους είδα να γελάνε μεταξύ τους. Τότε κατάλαβα ότι είχα πολλά να μάθω ακόμα και ρώτησα "η επανάσταση χρειάζεται προφυλακτικά, έτσι δεν είναι;" και ο πατέρας μου με κοίταξε σοβαρά και μου είπε "έχεις δίκιο".
Πήγα στην αφίσα του Τσε που μου είχε φέρει η γαλλίδα μου και την είχα κολλήσει στο δωμάτιό μου και την κοίταζα ώρα γιατί ο μπαμπάς μου είχε πει ότι αυτός ήταν ο πιο αγνός επαναστάτης και γιατί μου άρεσε το ωραίο πρόσωπο με το μπερέ. Ελεγα πως κι αυτός σαν τα παιδιά στα κάγκελα θα ήταν.
Στην ΥΕΝΕΔ είχε το Μαστοράκη με μερικούς φοιτητές που λέγανε πώς καθόλου δεν τους δείρανε στην αστυνομία και ήταν καθαροί και πλυμμένοι αλλά τις μελανιές τις είχανε από μέσα και κανένας δεν τις έβλεπε. Λέγανε οι δικοί μου για τον Μαστοράκη ότι ήτανε ελεεινός και η εκπομπή ήτανε προπαγάνδα της χούντας αλλά εγώ τον είχα συμπαθήσει γιατί έκανε το Bingo που μου άρεσε.
Την άλλη μέρα μάθαμε ότι είχε σκοτωθεί από σφαίρα ο Διομήδης ο Κομνηνός που ήτανε παιδικός μου φίλος μου, δεκαέξι χρονών.
Η αστυνομία δεν άφησε κανέναν στη κηδεία του. Τη μάνα του που ούρλιαζε "δολοφόνοι σκοτώσατε το παιδί μου" την πήρανε μακρυά να μην την ακούει ο κόσμος και κακοχαρακτηρίσει τη χούντα.
Τότε κατάλαβα ότι τίποτα πια δεν θα ήταν ίδιο.
Ο Τσε στον τοίχο είχε το πρόσωπο του Διομήδη. Από τότε μέχρι σήμερα !!!
17/11/2011
Σοφία
17/11/2011
Σοφία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου