Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
(ΚΥΚΕΜ)
Στη νεοελληνική υπάρχει η λέξη
ρουφιάνος, η οποία αποδίδει τις έννοιες του καταδότη, του ραδιούργου, του
δολοπλόκου, του συκοφάντη. H σημερινή χρήση της λέξης, με τις πιο πάνω έννοιες,
αποτελεί εννοιολογική φθορά σε σχέση με την αρχική της σημασία. Στην ιταλική
γλώσσα, από την οποία προέρχεται η λέξη, ruffiano σημαίνει το αδύνατο και
ψωριάρικο άλογο (stallone ruffiano), το οποίο βάζουν με τη φοράδα κατά την περίοδο
του οίστρου της.
Επειδή η φοράδα είναι ζόρικο ζώο και τις πρώτες ημέρες του
οίστρου της γίνεται πολύ επιθετική, δαγκώνοντας και κλωτσώντας, με κίνδυνο να
τραυματίσει άσχημα το αρσενικό, οι εκτροφείς για να προστατεύσουν τον
καθαρόαιμο επιβήτορα βάζουν για λίγες μέρες το ρουφιάνο με τη φοράδα, ο οποίος
δεινοπαθεί. Αφού αρχίσει η φοράδα να «μαλακώνει» τότε αποσύρουν τον κακομοίρη
το ρουφιάνο και βάζουν τον επιβήτορα για την αναπαραγωγή. Έτσι, η λέξη
μεταφορικώς χρησιμοποιείτο για να δηλώσει τον αχυράνθρωπο, τον αναλώσιμο τύπο,
ο οποίος ανελάβανε ποταπές αποστολές, με σκοπό να μην εκτεθεί ο πλειστάκις
υψηλά ιστάμενος και δειλώς κρυβόμενος εντολέας.