Αυτές τις μέρες κάμποσοι αναγνώστες μού έστειλαν μέηλ με το λίνκ από το κείμενο του Τριάντη “Μεταξωτοί άνθρωποι”, το οποίο δημοσιεύτηκε στο tvxs. Προφανώς θεώρησαν ότι κάποια σχέση έχει το κείμενο αυτό με τα όσα κατά καιρούς γράφω.
Ας είναι καλά.
Ξεκινάει λοιπόν ο Τριάντης γράφοντας : “Το είχε πει σε μια συνέντευξή του ο αείμνηστος Νίκος Καρούζος: «Μεταξωτοί άνθρωποι». Μιλούσε για κάποιους χωρικούς που είχε συναντήσει στη Λέσβο. Αγράμματοι ήταν, αλλά σοφοί. Και, προπάντων, τρυφεροί με τους άλλους. Απαλοί, χωρίς γωνίες που κόβουν, χωρίς καχυποψία, δίχως έπαρση και επιθετική ειρωνεία που πληγώνει. Μεταξωτοί άνθρωποι …”
Ήρθε κι έδεσε λοιπόν η θεώρηση αυτή του Καρούζου με τα όσα σκεφτόμουν αυτές τις μέρες. Την κατάντια στην οποίαν γενιά προς γενιά οδεύει ο “άνθρωπος – εκπολιτισμένος καταναλωτής” και πόσο αποξενώνεται από τη φύση και την μεταξένια του σύσταση. Πλέον οι άνθρωποι έχουν γίνει αποστειρωμένοι. Σε λίγο θα κυκλοφορούν κλεισμένοι σε γυάλες και θα ατενίζουν τον κόσμο μέσα από το απολυμαντικό και συντηρητικό τους υγρό.
Παρατηρώ τους ανθρώπους που έρχονται διακοπές στο χωριό αυτό τον καιρό και δεν μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου. Χθες μια παρέα νεαρών γονιών με τα παιδιά τους πέρασαν από δίπλα μου. Καθόμουν σε ένα πεζούλι και εμπρός μου καθόταν ο σκύλος μου ο Μάρτης. Τα παιδιά, ηλικίας από 5 έως 15, μόλις είδαν το σκυλί, ασυναίσθητα άρχισαν σχεδόν όλα μαζί να του φωνάζουν “ψιψιψι” και κάποιο από τα μικρότερα παιδιά έσκυψε να του χαϊδέψει το κεφάλι. Τότε όλοι μαζί οι γονιοί τσίριξαν “μηηηηη” και συνεχίζοντας τον δρόμο τους άρχισαν να λένε στα παιδιά διάφορα για την επικινδυνότητα των σκυλιών, για την ακαθαρσία, για χίλιες δυο ηλιθιότητες με τις οποίες τρέφονται καθημερινά εντός του αποστειρωμένων κλουβιών τους εκεί που ζουν. Περπάτησαν και χάθηκαν από μπροστά μου λέγοντας όλες αυτές τις αθλιότητες στα παιδιά, μέχρι που εξαφανίστηκαν. Σημείωση περιττή: Δεν μου μίλησαν βεβαίως, δεν είπαν μήτε καλησπέρα, δεν γύρισαν καν να με κοιτάξουν.
Τέτοιους Έλληνες συναντά πια κανείς πάρα πολύ συχνά. Εμένα μου κάνανε εντύπωση διότι έχω πάρα πολύν καιρό να τους δω μπροστά μου, σχεδόν ένα χρόνο. Τα καλοκαίρια εξαπλώνονται αποδρούν από τα κλουβάκια τους και γεμίζουν τα νησιά και τα χωριά με την κακομοιριά και με την αμάθειά τους.
Αφήστε και που δεν ξέρουν καν να περπατήσουν σε χώμα. Όπου έχει τσιμέντο πάνε μόνο. Κι αν αναγκαστούν να κάνουν πέντε βήματα σε χωράφι, δεν κοιτάνε ποτέ κάτω, κοιτάνε πάντα μπρος και πάνω, δεν τους ενδιαφέρει τι μπορεί να πατήσουν. Άνθρωποι που δεν έχουν διανοηθεί ποτέ τους ότι περπατώντας μπορεί να πατήσεις κάτι που έχει ζωή. Διότι μάλλον τα θεωρούν όλα πεθαμένα, όλα για πάτημα.
Έχει φυτρώσει μια μεγάλη γλυστρίδα πλάι στην πόρτα μου και κάθομαι και παρατηρώ τους καλοκαιρινούς αποδράσαντες του άστεως που περνούν πεζοί. Κανείς ποτέ δεν την πρόσεξε, κανείς ποτέ δεν έκανε ένα βήμα στο πλάι για να την αποφύγει. Όποιος περάσει την πατάει και συνεχίζει αμέριμνος τον δρόμο του. Η γλυστρίδα όλο και εξαπλώνεται κι αυτοί όλο και την πατάνε.
Και σκέφτομαι τώρα, αυτούς τους μεταξωτούς χωρικούς του Καρούζου. Τι θα σκέφτονταν άμα έβλεπαν όλους αυτούς τους αδέξιους κώλους με τα μεταξωτά νεοελληνικά βρακιά να περνούν. Μάλλον θα κουνούσαν το κεφάλι τους απορημένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου