Άρθρο του Kώστα Βεργόπουλου
Στην ιστορία του καπιταλισμού, ο μισθός του εργαζόμενου καθοριζόταν από το κόστος επιβίωσης και αναπαραγωγής της εργατικής οικογένειας. Αυτό είχαν διατυπώσει ως βασικό νόμο της Πολιτικής Οικονομίας, πριν από τον Καρλ Μαρξ, οι φιλελεύθεροι ιδρυτές της Σμιθ (1723-1790) και Ντέιβιντ Ρικάρντο (1772-1823). Μέχρι το 1980, το κατώτατο όριο των μισθών ετηρείτο και το μόνο ζήτημα ήταν το πόσο μέρος από τα κέρδη παραγωγικότητος θα αποδιδόταν στον εργαζόμενο.
Είτε πολύ είτε λίγο, ο μισθός αυξανόταν και ποτέ δεν μειωνόταν κάτω από το ελάχιστο όριο, που προσδιοριζόταν από το κόστος ζωής, όχι από την οικονομική αποτελεσματικότητα της εργασίας. Μόνο κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες συμβαίνει το αντίθετο, με αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στην κοινωνική συνοχή, αλλά και στην οικονομία, που έχει περιέλθει στο σημερινό αδιέξοδο.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970-αρχές της δεκαετίας 1980, η μεγάλη βιομηχανική παραγωγή άρχισε να αποκεντρώνεται, προς μεγάλη αγαλλίαση της αριστεροδεξιάς συναίνεσης, αντικαθιστώντας τα εργοστάσια με μορφές της «διάχυτης βιομηχανίας», που ξεκίνησαν από την «τρίτη Ιταλία». Η μισθωτή σχέση άρχισε να μεταμορφώνεται σε τυπικά ανεξάρτητη παραγωγή, στην πράξη όμως σε συμβόλαια μερικής εργασίας, μαθητευόμενης εργασίας, περιορισμένου χρόνου εργασίας.
Οι αμοιβές των εργαζόμενων απαγκιστρώθηκαν από το κόστος ζωής και συνδέθηκαν ολοένα και στενότερα με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Αποτέλεσμα αυτής της τάσης είναι ότι, ενώ διατηρείται πάντα το ελάχιστο μισθολογικό όριο, αυτό παρακάμπτεται σε ευρεία έκταση, με εργοδοτικές πονηριές και την κρατική σύμπραξη. Στη Γαλλία σήμερα, πρόσφατη έκδοση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, με τίτλο «Το κοινωνικό πορτρέτο της Γαλλίας», διαπιστώνει ότι 25% του ενεργού πληθυσμού της χώρας, 6,2 εκατομμύρια εργαζόμενοι, ζουν με λιγότερο από 750 ευρώ καθαρά το μήνα, ή με 25 ευρώ την ημέρα, κι αυτό παρόλο που το θεωρητικό ελάχιστο όριο είναι ήδη 1.337 ευρώ ακαθάριστα το μήνα.
Πρόσχημα για την παραβίαση της νομοθεσίας είναι ότι πρόκειται για μερική και περιορισμένου χρόνου εργασία, ώστε να συγχωρούνται οι παρεκβάσεις. Οι επιχειρήσεις προσφεύγουν ολοένα και περισσότερο σε αυτές τις μορφές εργασίας, με αιτιολογία την εργασιακή ευελιξία, αλλά και το κράτος συμπράττει σε αυτές τις επιλογές, καθ’ όσον τις επιδοτεί, απαλλάσσοντας τους εργοδότες από τις ασφαλιστικές εισφορές, με πρόσχημα ότι σε διαφορετική περίπτωση οι μερικά εργαζόμενοι θα παρέμεναν τελείως άνεργοι.
Η επισφαλής εργασία αναπτύσσεται σήμερα αλματωδώς εις βάρος της πλήρους και σταθερής. Ο εργαζόμενος πληρώνεται για μερικές μόνο ημέρες, ενώ φυσικά οι στοιχειώδεις ανάγκες του απαιτούν ικανοποίηση για ολόκληρο το μήνα. Υπό τον ανταγωνισμό της επισφαλούς εργασίας, στη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, εκατομμύρια εργαζομένων υπέστησαν συρρίκνωση των πραγματικών αμοιβών τους.
Οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις της Γαλλίας εμοίρασαν απλώς την ποσότητα εργασίας μεταξύ περισσότερων εργαζομένων, αλλά δεν εδημιούργησαν ούτε μία πρόσθετη ώρα εργασίας. Κυριότερες κατηγορίες εργαζομένων στο χώρο της επισφαλούς εργασίας είναι οι γυναίκες και οι νέοι, που αποτελούν αντιστοίχως το 58% και το 37% αυτού του συνόλου. Από την άλλη πλευρά, η επισφαλής εργασία μειώνει τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων, που οδηγούνται έτσι σε κατάρρευση. «Κι όμως, βρισκόμαστε στη Γαλλία, όχι στην Ελλάδα ούτε στην Ανατολική Ευρώπη», σημειώνει το γαλλικό περιοδικό Marianne.
Η κοινωνική και ηθική εξαχρείωση του σύγχρονου καπιταλισμού συνδυάζουν σήμερα την πληροφορική επανάσταση με την κοινωνική εξαθλίωση, αντάξια των περιγραφών του 19ου αιώνα από τον Κάρολο Ντίκενς, σημειώνει ο Ζακ Ζυλιάρ. Το μεγαλύτερο πρόβλημα του 21ου αιώνα είναι η επέκταση και το βάθος των κοινωνικών αποκλεισμών. Μπορεί ο καπιταλισμός να ξεπέρασε το πρόβλημα του συγκεντρωμένου προλεταριάτου, στο μέτρο που το αποκέντρωσε. Όμως σήμερα, τοποθετεί σε θέση νέου προλεταριάτου μεγάλες και ποικίλες ομάδες του πληθυσμού, καταδικάζοντάς τες στην κοινωνική ανυπαρξία.
Δεν αρκεί η φτώχεια, αλλά επιδίωξη του συστήματος είναι ο εργαζόμενος να ταπεινώνεται για τη φτώχεια του, τονίζει ο Γάλλος ιστορικός. Η έκταση της επισφαλούς εργασίας ρυθμίζει έτσι το κόστος της σταθερής και η πρώτη λειτουργεί στην πράξη ως ένας νέος εφεδρικός στρατός, που ανταγωνίζεται τη δεύτερη, επισπεύδοντας έτσι τη συνολική κοινωνική εξαθλίωση. Μπορεί η πάλη των τάξεων να ανήκει στο παρελθόν για τον αριστεροδεξιό μεταμοντερνισμό, όμως για τον υπαρκτό καπιταλισμό σίγουρα συνεχίζεται, έστω και με διαφορετικές και ανανεωμένες μορφές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου