Του ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ (χημικός μηχανικός, αντιπρόεδρος του Συλλόγου Διπλωματούχων Μηχανικών ΔΕΗ και μέλος της Τ.Ε. 15 του Ενεργειακού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας), από την Ελευθεροτυπία:
Το ζήτημα των αποκρατικοποιήσεων των δημόσιων επιχειρήσεων -μεταξύ αυτών και της ΔΕΗ- βρίσκεται στην καρδιά της πολιτικής διαμάχης και στην καθημερινή ατζέντα των ΜΜΕ στις μέρες μας.
Η συζήτηση στρέφεται γύρω από τη δυνατότητα εξασφάλισης προσόδων ύψους 50 δισ. ευρώ, την ισχυρή αντίδραση των φίλα προσκείμενων προς την κυβέρνηση συνδικάτων, την αναποτελεσματικότητα της δημόσιας παραγωγής. Και παρ' όλο που η αρμόδια υπουργός κ. Μπιρμπίλη διατύπωσε την ορθή μεν άποψη, ότι εν μέσω οικονομικής κρίσεως η απόκτηση πλήρους προσόδου από μια ιδιωτικοποίηση είναι σχεδόν απίθανη, αυτό ωστόσο δεν είναι το κεντρικό ζήτημα.
Αντίθετα, το κεντρικό θέμα μιας πιθανής ιδιωτικοποίησης θα έπρεπε να είναι ποιος τρόπος παραγωγής, ο ιδιωτικός ή ο δημόσιος, θα είχε αποτέλεσμα την αύξηση ή την απώλεια της κοινωνικής ευημερίας και όχι την απόκτηση πλήρους ή υπολειμματικής προσόδου.
Οι υποστηρικτές της ιδιωτικοποίησης έχουν μια μυθοποιημένη άποψη για τις διαδικασίες αγοράς. Κατά τη γνώμη τους, οι αγορές γρήγορα θα οδηγήσουν και τους ενεργειακούς μας πόρους στα χέρια αυτών που μπορούν να τους χρησιμοποιήσουν πιο αποτελεσματικά.
Κατ' αρχάς δεν υπάρχει καμία επιστημονική βάση γι' αυτό τον ισχυρισμό. Αλλά και τα 20 χρόνια πειραματικής πραγματικότητας της απελευθέρωσης των αγορών ενέργειας στις κυριότερες οικονομίες του πλανήτη αφαίρεσαν κάθε θεωρητικό επιχείρημα για την ορθότητα της άποψης αυτής.
Ακόμα και οι πιο ένθερμοι ακραίοι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς σίγουρα διστάζουν/αποφεύγουν να χαιρετίσουν το θρίαμβό της ώς τη Δευτέρα Παρουσία, όπως συγκεκριμένα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Εχει άραγε καμιά σημασία η ιδιοκτησία; Μήπως οι κρατικές EDF, Vattenfall κ.λπ. είναι λιγότερο αποτελεσματικές από τις ιδιωτικές ΕΟΝ ή Endesa; Ή μήπως οι περίφημοι μάνατζερ του ιδιωτικού τομέα δεν διαθέτουν τη διακριτική ευχέρεια να επιδιώκουν ίδια συμφέροντα αντίστοιχα με αυτά των εργατών και των διευθυντών των δημοσίων επιχειρήσεων;
Υπάρχει άραγε μεγαλύτερο σκάνδαλο από αυτό της Enron, ή μεγαλύτερη συμπαιγνία ολιγοπωλίων από αυτή που προκάλεσε την καταστροφική κρίση στην Καλιφόρνια, τα black out στη Βραζιλία, στη Νέα Υόρκη ή στην Κεντρική Ευρώπη;
Η ελκτική δύναμη, ωστόσο, της ρητορικής της ιδιωτικοποίησης με το κοινό δεν πρέπει να λησμονείται. Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί στην «απελευθέρωση», στο «σπάσιμο μονοπωλίων», το «άνοιγμα των αγορών» και ποιος δεν θα ήθελε τις «μεταρρυθμίσεις»;
Μια ιδιωτικοποίηση -στην ουσία μια εφάπαξ μεταβίβαση του όποιου πλούτου από το δημόσιο τομέα προς τους ιδιώτες- σχεδιάζεται ώστε α) να εξασφαλίσει μια οικονομική αποτελεσματικότητα και β) να επιτύχει ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη δυνατή «πρόσοδο» για το κράτος.
Τόσο η θεωρία όσο και η ιστορική πλέον παρατήρηση δείχνουν ότι οι κύριοι στόχοι της ιδιωτικοποίησης θα μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο με πολύ περιοριστικές προϋποθέσεις.
Η απόκτηση πλήρους προσόδου είναι, βεβαίως, σημαντική καθώς το κράτος πρέπει να διασφαλίσει έσοδα 50 δισ. ευρώ και οποιαδήποτε υποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης, λόγω της κρίσης, συνεπάγεται ένα πραγματικό κοινωνικό κόστος, γιατί αναγκάζει την κυβέρνηση να βρει περισσότερο χρήμα με παραμορφωτική φορολόγηση.
Και αν ακόμη υποθέσουμε ότι σχεδιάζεται η καλύτερη πλειοδοτική διαδικασία για τη μεγιστοποίηση της εισπραττόμενης από την πώληση αξίας, η κυβέρνηση δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι θα κερδίσει στον πλειστηριασμό ο πιο αποτελεσματικός παραγωγός ή αυτός που θα τηρήσει τις δεσμεύσεις του.
Ο δεύτερος στόχος, ο στόχος της αποτελεσματικότητας, συνιστά και το μεγάλο διακύβευμα για την κυβέρνηση, καθώς αυτό συνδέεται άρρηκτα με τα θέματα της κατανομής του πλούτου· η έλλειψη ενδιαφέροντος για την κατανομή μπορεί σε μερικά χρόνια να κατατρέχει την οικονομία, όχι μόνο με τη μορφή κοινωνικής αναταραχής, αλλά και με τη στενότερη έννοια μιας μακροχρόνιας οικονομικής αναποτελεσματικότητας.
Μια από τις βασικές παραδοχές των οικονομολόγων είναι ότι ο «πλήρης ανταγωνισμός» αποτελεί το πρότυπο για την κατανομή των πόρων, αλλά και για τη διανομή των οικονομικών ανταμοιβών. Ο ατελής ανταγωνισμός είναι το σύνηθες στον «πραγματικό κόσμο». Θεωρείται όμως ότι είναι το αποτέλεσμα της παρεμβολής εξωτερικών επιδράσεων στην οικονομία, όπως π.χ. των μονοπωλίων, κρατικών ρυθμίσεων, κ.λπ.
Στην αγορά ενέργειας ωστόσο ο ατελής ανταγωνισμός φαίνεται πως είναι εγγενής και λόγω των ιδιαιτεροτήτων του προϊόντος. Ο συνδυασμός της αδυναμίας αποθήκευσης της ηλεκτρικής ενέργειας, των υψηλών διακυμάνσεων των τιμών, της χαμηλής ελαστικότητας της ζήτησης, διευκολύνει την άσκηση μονοπωλιακής δύναμης στην αγορά. Μέχρι σήμερα -20 χρόνια μετά- δεν υπάρχει καμιά πολιτική διαφύλαξης του ανταγωνισμού που να είναι «δίκαιη» και να προωθεί την οικονομική αποτελεσματικότητα, αλλά συγχρόνως να έχει και ένα λογικό κόστος εφαρμογής.
Το καλύτερο αντίδοτο ωστόσο για την άρση μιας μυθολογίας είναι μια υγιής δόση πειραματικής πραγματικότητας:
1) Αντί για τη μείωση των τιμών, η απελευθέρωση της αγοράς οδήγησε σε υψηλότερες τιμές. Σε μια ανταγωνιστική αγορά οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερο συντελεστή απόδοσης επί του κεφαλαίου που επενδύουν σε σχέση με μια ρυθμιζόμενη βιομηχανία -υψηλότερος κίνδυνος ισούται με υψηλότερη απόδοση (Dr.Ρ. Watts 2001).
2) Αντί ανταγωνισμού η απελευθέρωση οδήγησε σε αύξηση συγκέντρωσης (European Commission 2001-2008). Επτά εταιρείες ελέγχουν πάνω από τα δύο τρίτα των αναγκών της Ε.Ε. σε ηλεκτρική ενέργεια. Οι όποιες απώλειες ευημερίας συνδέονταν με τα πρώην κρατικά μονοπώλια μπορεί να είναι πολύ μικρότερες από τις απώλειες του αναδυθέντος περιορισμένου ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού.
3) Η ολιγοπωλιακή ισορροπία της αγοράς σε συνδυασμό με τις ιδιαιτερότητες του προϊόντος απαιτεί κάποια δαπανηρή πηγή αποθεμάτων για να αντισταθμίζει τη συμπαιγνιακή σύμπραξη και την άσκηση μονοπωλιακής δύναμης (L.J. de Vries 2004).
4) Το κόστος των συναλλαγών (συντονισμού, πληροφόρησης - Williamson 1995) μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος του παλαιού υπό ενιαίο έλεγχο καθετοποιημένου μοντέλου.
5) Ο ζωτικής σημασίας ρυθμιστικός ρόλος του συστήματος των τιμών μιας ανταγωνιστικής οικονομίας αγοράς συμβατικών προϊόντων, όχι μόνο δεν τα καταφέρνει καλά στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον της αγοράς ενέργειας, αλλά λειτουργεί και παραπλανητικά στις επενδυτικές αποφάσεις οδηγώντας σε χρεοκοπία πολλές επιχειρήσεις (Υ. Perez 2008, J. Stiglitz 1994).
Και ενώ μετά τις εμπειρίες αυτές στις ΗΠΑ, οι περισσότερες πολιτείες βρίσκονται σε κατάσταση περίσκεψης -στην ουσία ανέστειλαν την απελευθέρωση της αγοράς τους- η Ευρωπαϊκή Ενωση επιμένει στην υιοθέτηση και την κλιμάκωση μιας επιθετικής στρατηγικής ρύθμισης και ελέγχου των μονοπωλιακών πρακτικών εισάγοντας και νέες οδηγίες.
Η ιδιωτικοποίηση ωστόσο δεν επιβάλλεται από καμία οδηγία. Πρώτος επιτακτικός στόχος της οδηγίας είναι να διασφαλίσει ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο. Η ιδιωτικοποίηση δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε ικανή για τη δημιουργία ανταγωνιστικού πλαισίου. Παρά τις «εγγενείς» ατέλειες του ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αντιμετωπίζουμε ωστόσο ένα επιτακτικό δίλημμα επιλογής του ελάσσονος μεταξύ δύο κακών. Η κυβέρνηση αντί ιδιωτικοποίησης μπορεί να επικεντρωθεί στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Υπάρχει ευρεία συναίνεση μεταξύ των οικονομολόγων ότι ο ανταγωνισμός είναι πολύ πιο σημαντικός από την ιδιωτικοποίηση.
Η ανταγωνιστική αγορά μπορεί να επιβάλει μια πειθαρχία στη διαχείριση των μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων, που δεν θα μπορούσε να επιβληθεί αλλιώς. Η κρατική επιχείρηση θα αναγκαστεί από τον ανταγωνισμό να γίνει πιο αποτελεσματική.
Οι αδυναμίες της ελληνικής κρατικής επιχείρησης δεν είναι έμφυτες. Η κυβέρνηση, ταυτόχρονα, μπορεί να επικεντρωθεί στην αναδιοργάνωση της υπάρχουσας και να καταγράψει τι διαφοροποιεί την ελληνική από τις αντίστοιχες αποτελεσματικές κρατικές επιχειρήσεις π.χ. EDF, Vattenfall, που φαίνεται να διοικούνται πολύ καλύτερα από τις αντίστοιχες ιδιωτικές, μπορεί να θεσμοθετήσει ένα σύνολο διαδικασιών, για τον σχεδιασμό επιλογών, κινήτρων, την απεξάρτηση από τα υπουργεία και τους γραφειοκράτες τους. Και η ελληνική κρατική επιχείρηση μπορεί να έχει το ίδιο νομικό καθεστώς μ' εκείνες του ιδιωτικού τομέα, διαφέροντας μόνον κατά το ποιος κατέχει τις μετοχές.
Εν κατακλείδι, μπορεί μια ιδιωτικοποίηση να ενίσχυε την αξιοπιστία και την πειστικότητα της χώρας ότι θα εφαρμόσει τους επιβαλλόμενους σκληρούς εισοδηματικούς περιορισμούς της τρόικας και να προλαβαίνει έτσι ένα «κακό», συνιστά ωστόσο ένα θεμελιώδες και ουσιαστικό διακύβευμα, αυτό της αποτελεσματικής κατανομής του πλούτου, που στιγματίζει την ίδια την ιδεολογική ταυτότητα της κυβερνώσας παράταξης, με πολλαπλές συνέπειες για την οικονομία γενικότερα.
Δεν μπορεί δε να μην τεθεί και το ερώτημα, ποιος πολιτικός θα βάλει την υπογραφή του στην εκχώρηση της ενεργειακής ανεξαρτησίας της χώρας;
Το ζήτημα των αποκρατικοποιήσεων των δημόσιων επιχειρήσεων -μεταξύ αυτών και της ΔΕΗ- βρίσκεται στην καρδιά της πολιτικής διαμάχης και στην καθημερινή ατζέντα των ΜΜΕ στις μέρες μας.
Η συζήτηση στρέφεται γύρω από τη δυνατότητα εξασφάλισης προσόδων ύψους 50 δισ. ευρώ, την ισχυρή αντίδραση των φίλα προσκείμενων προς την κυβέρνηση συνδικάτων, την αναποτελεσματικότητα της δημόσιας παραγωγής. Και παρ' όλο που η αρμόδια υπουργός κ. Μπιρμπίλη διατύπωσε την ορθή μεν άποψη, ότι εν μέσω οικονομικής κρίσεως η απόκτηση πλήρους προσόδου από μια ιδιωτικοποίηση είναι σχεδόν απίθανη, αυτό ωστόσο δεν είναι το κεντρικό ζήτημα.
Αντίθετα, το κεντρικό θέμα μιας πιθανής ιδιωτικοποίησης θα έπρεπε να είναι ποιος τρόπος παραγωγής, ο ιδιωτικός ή ο δημόσιος, θα είχε αποτέλεσμα την αύξηση ή την απώλεια της κοινωνικής ευημερίας και όχι την απόκτηση πλήρους ή υπολειμματικής προσόδου.
Οι υποστηρικτές της ιδιωτικοποίησης έχουν μια μυθοποιημένη άποψη για τις διαδικασίες αγοράς. Κατά τη γνώμη τους, οι αγορές γρήγορα θα οδηγήσουν και τους ενεργειακούς μας πόρους στα χέρια αυτών που μπορούν να τους χρησιμοποιήσουν πιο αποτελεσματικά.
Κατ' αρχάς δεν υπάρχει καμία επιστημονική βάση γι' αυτό τον ισχυρισμό. Αλλά και τα 20 χρόνια πειραματικής πραγματικότητας της απελευθέρωσης των αγορών ενέργειας στις κυριότερες οικονομίες του πλανήτη αφαίρεσαν κάθε θεωρητικό επιχείρημα για την ορθότητα της άποψης αυτής.
Ακόμα και οι πιο ένθερμοι ακραίοι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς σίγουρα διστάζουν/αποφεύγουν να χαιρετίσουν το θρίαμβό της ώς τη Δευτέρα Παρουσία, όπως συγκεκριμένα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Εχει άραγε καμιά σημασία η ιδιοκτησία; Μήπως οι κρατικές EDF, Vattenfall κ.λπ. είναι λιγότερο αποτελεσματικές από τις ιδιωτικές ΕΟΝ ή Endesa; Ή μήπως οι περίφημοι μάνατζερ του ιδιωτικού τομέα δεν διαθέτουν τη διακριτική ευχέρεια να επιδιώκουν ίδια συμφέροντα αντίστοιχα με αυτά των εργατών και των διευθυντών των δημοσίων επιχειρήσεων;
Υπάρχει άραγε μεγαλύτερο σκάνδαλο από αυτό της Enron, ή μεγαλύτερη συμπαιγνία ολιγοπωλίων από αυτή που προκάλεσε την καταστροφική κρίση στην Καλιφόρνια, τα black out στη Βραζιλία, στη Νέα Υόρκη ή στην Κεντρική Ευρώπη;
Η ελκτική δύναμη, ωστόσο, της ρητορικής της ιδιωτικοποίησης με το κοινό δεν πρέπει να λησμονείται. Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί στην «απελευθέρωση», στο «σπάσιμο μονοπωλίων», το «άνοιγμα των αγορών» και ποιος δεν θα ήθελε τις «μεταρρυθμίσεις»;
Μια ιδιωτικοποίηση -στην ουσία μια εφάπαξ μεταβίβαση του όποιου πλούτου από το δημόσιο τομέα προς τους ιδιώτες- σχεδιάζεται ώστε α) να εξασφαλίσει μια οικονομική αποτελεσματικότητα και β) να επιτύχει ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη δυνατή «πρόσοδο» για το κράτος.
Τόσο η θεωρία όσο και η ιστορική πλέον παρατήρηση δείχνουν ότι οι κύριοι στόχοι της ιδιωτικοποίησης θα μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο με πολύ περιοριστικές προϋποθέσεις.
Η απόκτηση πλήρους προσόδου είναι, βεβαίως, σημαντική καθώς το κράτος πρέπει να διασφαλίσει έσοδα 50 δισ. ευρώ και οποιαδήποτε υποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης, λόγω της κρίσης, συνεπάγεται ένα πραγματικό κοινωνικό κόστος, γιατί αναγκάζει την κυβέρνηση να βρει περισσότερο χρήμα με παραμορφωτική φορολόγηση.
Και αν ακόμη υποθέσουμε ότι σχεδιάζεται η καλύτερη πλειοδοτική διαδικασία για τη μεγιστοποίηση της εισπραττόμενης από την πώληση αξίας, η κυβέρνηση δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι θα κερδίσει στον πλειστηριασμό ο πιο αποτελεσματικός παραγωγός ή αυτός που θα τηρήσει τις δεσμεύσεις του.
Ο δεύτερος στόχος, ο στόχος της αποτελεσματικότητας, συνιστά και το μεγάλο διακύβευμα για την κυβέρνηση, καθώς αυτό συνδέεται άρρηκτα με τα θέματα της κατανομής του πλούτου· η έλλειψη ενδιαφέροντος για την κατανομή μπορεί σε μερικά χρόνια να κατατρέχει την οικονομία, όχι μόνο με τη μορφή κοινωνικής αναταραχής, αλλά και με τη στενότερη έννοια μιας μακροχρόνιας οικονομικής αναποτελεσματικότητας.
Μια από τις βασικές παραδοχές των οικονομολόγων είναι ότι ο «πλήρης ανταγωνισμός» αποτελεί το πρότυπο για την κατανομή των πόρων, αλλά και για τη διανομή των οικονομικών ανταμοιβών. Ο ατελής ανταγωνισμός είναι το σύνηθες στον «πραγματικό κόσμο». Θεωρείται όμως ότι είναι το αποτέλεσμα της παρεμβολής εξωτερικών επιδράσεων στην οικονομία, όπως π.χ. των μονοπωλίων, κρατικών ρυθμίσεων, κ.λπ.
Στην αγορά ενέργειας ωστόσο ο ατελής ανταγωνισμός φαίνεται πως είναι εγγενής και λόγω των ιδιαιτεροτήτων του προϊόντος. Ο συνδυασμός της αδυναμίας αποθήκευσης της ηλεκτρικής ενέργειας, των υψηλών διακυμάνσεων των τιμών, της χαμηλής ελαστικότητας της ζήτησης, διευκολύνει την άσκηση μονοπωλιακής δύναμης στην αγορά. Μέχρι σήμερα -20 χρόνια μετά- δεν υπάρχει καμιά πολιτική διαφύλαξης του ανταγωνισμού που να είναι «δίκαιη» και να προωθεί την οικονομική αποτελεσματικότητα, αλλά συγχρόνως να έχει και ένα λογικό κόστος εφαρμογής.
Το καλύτερο αντίδοτο ωστόσο για την άρση μιας μυθολογίας είναι μια υγιής δόση πειραματικής πραγματικότητας:
1) Αντί για τη μείωση των τιμών, η απελευθέρωση της αγοράς οδήγησε σε υψηλότερες τιμές. Σε μια ανταγωνιστική αγορά οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερο συντελεστή απόδοσης επί του κεφαλαίου που επενδύουν σε σχέση με μια ρυθμιζόμενη βιομηχανία -υψηλότερος κίνδυνος ισούται με υψηλότερη απόδοση (Dr.Ρ. Watts 2001).
2) Αντί ανταγωνισμού η απελευθέρωση οδήγησε σε αύξηση συγκέντρωσης (European Commission 2001-2008). Επτά εταιρείες ελέγχουν πάνω από τα δύο τρίτα των αναγκών της Ε.Ε. σε ηλεκτρική ενέργεια. Οι όποιες απώλειες ευημερίας συνδέονταν με τα πρώην κρατικά μονοπώλια μπορεί να είναι πολύ μικρότερες από τις απώλειες του αναδυθέντος περιορισμένου ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού.
3) Η ολιγοπωλιακή ισορροπία της αγοράς σε συνδυασμό με τις ιδιαιτερότητες του προϊόντος απαιτεί κάποια δαπανηρή πηγή αποθεμάτων για να αντισταθμίζει τη συμπαιγνιακή σύμπραξη και την άσκηση μονοπωλιακής δύναμης (L.J. de Vries 2004).
4) Το κόστος των συναλλαγών (συντονισμού, πληροφόρησης - Williamson 1995) μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος του παλαιού υπό ενιαίο έλεγχο καθετοποιημένου μοντέλου.
5) Ο ζωτικής σημασίας ρυθμιστικός ρόλος του συστήματος των τιμών μιας ανταγωνιστικής οικονομίας αγοράς συμβατικών προϊόντων, όχι μόνο δεν τα καταφέρνει καλά στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον της αγοράς ενέργειας, αλλά λειτουργεί και παραπλανητικά στις επενδυτικές αποφάσεις οδηγώντας σε χρεοκοπία πολλές επιχειρήσεις (Υ. Perez 2008, J. Stiglitz 1994).
Και ενώ μετά τις εμπειρίες αυτές στις ΗΠΑ, οι περισσότερες πολιτείες βρίσκονται σε κατάσταση περίσκεψης -στην ουσία ανέστειλαν την απελευθέρωση της αγοράς τους- η Ευρωπαϊκή Ενωση επιμένει στην υιοθέτηση και την κλιμάκωση μιας επιθετικής στρατηγικής ρύθμισης και ελέγχου των μονοπωλιακών πρακτικών εισάγοντας και νέες οδηγίες.
Η ιδιωτικοποίηση ωστόσο δεν επιβάλλεται από καμία οδηγία. Πρώτος επιτακτικός στόχος της οδηγίας είναι να διασφαλίσει ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο. Η ιδιωτικοποίηση δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε ικανή για τη δημιουργία ανταγωνιστικού πλαισίου. Παρά τις «εγγενείς» ατέλειες του ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αντιμετωπίζουμε ωστόσο ένα επιτακτικό δίλημμα επιλογής του ελάσσονος μεταξύ δύο κακών. Η κυβέρνηση αντί ιδιωτικοποίησης μπορεί να επικεντρωθεί στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Υπάρχει ευρεία συναίνεση μεταξύ των οικονομολόγων ότι ο ανταγωνισμός είναι πολύ πιο σημαντικός από την ιδιωτικοποίηση.
Η ανταγωνιστική αγορά μπορεί να επιβάλει μια πειθαρχία στη διαχείριση των μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων, που δεν θα μπορούσε να επιβληθεί αλλιώς. Η κρατική επιχείρηση θα αναγκαστεί από τον ανταγωνισμό να γίνει πιο αποτελεσματική.
Οι αδυναμίες της ελληνικής κρατικής επιχείρησης δεν είναι έμφυτες. Η κυβέρνηση, ταυτόχρονα, μπορεί να επικεντρωθεί στην αναδιοργάνωση της υπάρχουσας και να καταγράψει τι διαφοροποιεί την ελληνική από τις αντίστοιχες αποτελεσματικές κρατικές επιχειρήσεις π.χ. EDF, Vattenfall, που φαίνεται να διοικούνται πολύ καλύτερα από τις αντίστοιχες ιδιωτικές, μπορεί να θεσμοθετήσει ένα σύνολο διαδικασιών, για τον σχεδιασμό επιλογών, κινήτρων, την απεξάρτηση από τα υπουργεία και τους γραφειοκράτες τους. Και η ελληνική κρατική επιχείρηση μπορεί να έχει το ίδιο νομικό καθεστώς μ' εκείνες του ιδιωτικού τομέα, διαφέροντας μόνον κατά το ποιος κατέχει τις μετοχές.
Εν κατακλείδι, μπορεί μια ιδιωτικοποίηση να ενίσχυε την αξιοπιστία και την πειστικότητα της χώρας ότι θα εφαρμόσει τους επιβαλλόμενους σκληρούς εισοδηματικούς περιορισμούς της τρόικας και να προλαβαίνει έτσι ένα «κακό», συνιστά ωστόσο ένα θεμελιώδες και ουσιαστικό διακύβευμα, αυτό της αποτελεσματικής κατανομής του πλούτου, που στιγματίζει την ίδια την ιδεολογική ταυτότητα της κυβερνώσας παράταξης, με πολλαπλές συνέπειες για την οικονομία γενικότερα.
Δεν μπορεί δε να μην τεθεί και το ερώτημα, ποιος πολιτικός θα βάλει την υπογραφή του στην εκχώρηση της ενεργειακής ανεξαρτησίας της χώρας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου