Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και οι ποιοτικοί κλάδοι της πρωτογενούς παραγωγής, είναι κάποιοι από τους κλάδοι που θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε βασικά συστατικά ενός πιο εξωστρεφούς και βιώσιμου αναπτυξιακού υποδείγματος για την ελληνική οικονομία. Τα παραπάνω αναφέρει η έκθεση για την ελληνική οικονομία που εκπόνησε η Διεύθυνση Στρατηγικής και Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Στην ίδια έκθεση η ΕΤΕ προειδοποιεί ότι η παρατεταμένη περίοδος συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας θα περιορίσει το δυνητικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης βραχυπρόθεσμα.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, η εντεινόμενη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας συνεπάγεται ένα σημαντικό βραχυπρόθεσμο κόστος για την ελληνική οικονομία σε όρους απώλειας παραγωγικού δυναμικού η οποία αντικατοπτρίζεται στην αναμενόμενη σωρευτική μείωση της απασχόλησης (κατά 6-7% την τριετία 2009-2011) και της επένδυσης ως ποσοστού στο ΑΕΠ από (21 σε 14½ το 2011).
Δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης
Ως συνέπεια της συρρίκνωσης της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, η ΕΤΕ εκτιμά ότι ο δυνητικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης θα περιοριστεί στο 1,5% περίπου το 2011 από 3,0% κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2008 και θα παραμείνει χαμηλός εάν δεν αυξηθεί η αποδοτικότητα της ελληνικής οικονομίας μέσω διαρθρωτικών αλλαγών.
Σύμφωνα με την Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία - και βασική πηγή αμφιβολιών για αυτούς που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό της ελληνική προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης - είναι η επανάκαμψη του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης σε ένα επίπεδο υψηλότερο του 2,5%, το οποίο, όπως τονίζει, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για μία βιώσιμη πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών και ειδικά του δημοσίου χρέους. Η οικονομική ανάκαμψη θα πρέπει πάντως να συντελεστεί σε ένα περιβάλλον πολύ λιγότερο φιλικό συγκριτικά με την προηγούμενη δεκαετία, υπογραμμίζει η ΕΤΕ.
Σύμφωνα με την Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία - και βασική πηγή αμφιβολιών για αυτούς που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό της ελληνική προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης - είναι η επανάκαμψη του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης σε ένα επίπεδο υψηλότερο του 2,5%, το οποίο, όπως τονίζει, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για μία βιώσιμη πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών και ειδικά του δημοσίου χρέους. Η οικονομική ανάκαμψη θα πρέπει πάντως να συντελεστεί σε ένα περιβάλλον πολύ λιγότερο φιλικό συγκριτικά με την προηγούμενη δεκαετία, υπογραμμίζει η ΕΤΕ.
Αύξηση προστιθέμενης αξίας
Όπως τονίζει, βασικές συνιστώσες αύξησης της εγχώριας προστιθέμενης αξίας και της απασχόλησης την τελευταία δεκαετία ήταν κλάδοι οι οποίοι, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, έχουν μικρή επίδραση στην οικονομική αποτελεσματικότητα και την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας. Κύρια παραδείγματα αποτελούν ο τομέας λιανικών και χονδρικών πωλήσεων, οι κατασκευές (κυρίως το σκέλος των οικιστικών κατασκευών και των εγκαταστάσεων επιχειρήσεων) και οι υπηρεσίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Οι προαναφερόμενοι κλάδοι επωφελούμενοι από την ισχυρή εγχώρια ζήτηση, τη μικρή έκθεση στον ανταγωνισμό από το εξωτερικό και τις χρόνιες διαρθρωτικές ακαμψίες στη λειτουργία των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών στην Ελλάδα, εξασφάλισαν ικανοποιητικά περιθώρια κέρδους. Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, οι διαρθρωτικές μεταβολές και η επιχειρηματική πρωτοβουλία θα είναι οι καταλύτες για την οικονομική ανάκαμψη.
Στο μεταξύ, η συνεισφορά των κλάδων που αποτέλεσαν βασικούς τροφοδότες της οικονομικής δραστηριότητας (βλ. λιανικό χονδρικό εμπόριο, κατασκευές και βασικές υπηρεσίες προς εγχώρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις) συρρικνώνεται και αναμένεται να διαφοροποιηθεί προς περισσότερο εξωστρεφείς δραστηριότητες.
Στο μεταξύ, η συνεισφορά των κλάδων που αποτέλεσαν βασικούς τροφοδότες της οικονομικής δραστηριότητας (βλ. λιανικό χονδρικό εμπόριο, κατασκευές και βασικές υπηρεσίες προς εγχώρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις) συρρικνώνεται και αναμένεται να διαφοροποιηθεί προς περισσότερο εξωστρεφείς δραστηριότητες.
ΑΠΕ και πρωτογενής παραγωγή
Κλάδοι που θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε βασικά συστατικά ενός πιο εξωστρεφούς και βιώσιμου αναπτυξιακού υποδείγματος για την ελληνική οικονομία είναι οι μεταφορές (και κυρίως η ναυτιλία), οι τουριστικές δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας εκτός του εννοούμενου παραδοσιακού πλαισίου της τουριστικής οικονομίας, κλάδοι συνδεόμενοι με την ανανεώσιμη ενέργεια, ποιοτικοί κλάδοι της πρωτογενούς παραγωγής καθώς και ο τομέας της εκπαίδευσης.
Βασική προτεραιότητα, κατά την ΕΤΕ, είναι η ανάκτηση της δημοσιονομικής ισορροπίας και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα. Ως εκ τούτου, η μείωση της φοροδιαφυγής, η βέλτιστη διαχείριση των κρατικών δαπανών, ώστε να μη συντηρούν μη-παραγωγικές δραστηριότητες, και η εξασφάλιση ενός υγιούς, ρυθμιστικού και όχι παρεμβατικού ρόλου του κράτους, θα παράσχουν από μόνα τους σημαντική αναπτυξιακή ώθηση περιορίζοντας τη χρηματοδοτική εκτόπιση και τη στρέβλωση των επιχειρηματικών κινήτρων για τον ιδιωτικό τομέα. Η Δ/ση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ εκτιμά ότι η αξιοποίηση από την Ελλάδα των υφιστάμενων και δυνητικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της οικονομίας μας σε εξωστρεφείς, κατά το πλείστον, τομείς θα μπορούσε να αυξήσει το δυνητικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης κατά τουλάχιστο 1,5 ποσοστιαία μονάδα ετησίως (σε επίπεδο υψηλότερο του 2½% ετησίως), συντελώντας αποφασιστικά στη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών εφόσον οι απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές προωθηθούν με αποφασιστικότητα.
Βασική προτεραιότητα, κατά την ΕΤΕ, είναι η ανάκτηση της δημοσιονομικής ισορροπίας και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα. Ως εκ τούτου, η μείωση της φοροδιαφυγής, η βέλτιστη διαχείριση των κρατικών δαπανών, ώστε να μη συντηρούν μη-παραγωγικές δραστηριότητες, και η εξασφάλιση ενός υγιούς, ρυθμιστικού και όχι παρεμβατικού ρόλου του κράτους, θα παράσχουν από μόνα τους σημαντική αναπτυξιακή ώθηση περιορίζοντας τη χρηματοδοτική εκτόπιση και τη στρέβλωση των επιχειρηματικών κινήτρων για τον ιδιωτικό τομέα. Η Δ/ση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ εκτιμά ότι η αξιοποίηση από την Ελλάδα των υφιστάμενων και δυνητικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της οικονομίας μας σε εξωστρεφείς, κατά το πλείστον, τομείς θα μπορούσε να αυξήσει το δυνητικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης κατά τουλάχιστο 1,5 ποσοστιαία μονάδα ετησίως (σε επίπεδο υψηλότερο του 2½% ετησίως), συντελώντας αποφασιστικά στη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών εφόσον οι απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές προωθηθούν με αποφασιστικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου