Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Περί ουτοπικού ρεαλισμού

Βαγγέλης Αντωνίου
Δίνοντας συνέχεια σ’ αυτήν την ενδιαφέρουσα, όπως εξελίσσεται, δημόσια αντιπαράθεση με τον κ. Χαϊνά, θα επιχειρήσω εδώ να σχολιάσω τις θέσεις και απαντήσεις του, όπως καταγράφονται στο άρθρο του με τίτλο «Πενία επιχειρημάτων τεχνάσματα κατεργάζεται», που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του στις 24/7/2013 και αναπαράχθηκε στην ηλεκτρονική σελίδα της «Ευβοϊκής Γνώμης» στις 25/7/13. Παρέχοντας, κατ’ αρχάς, απευθυνόμενος - ας μου επιτραπεί - σε δεύτερο πρόσωπο στον ίδιο, ορισμένες απαραίτητες διευκρινίσεις:


1. Υιοθετώ το δίχως άλλο το πλαίσιο και το ύφος του διαλόγου που εισηγείστε κ. Χαϊνά, θεωρώντας ότι η έλλειψη πολιτικού πολιτισμού, η εκτόξευση χαρακτηρισμών και ύβρεων, η επιστράτευση τεχνασμάτων, η παραχάραξη των θέσεων του άλλου, δεν υπηρετούν την πολιτική αντιπαράθεση, που μπορεί και πρέπει να είναι όσο έντονη επιβάλλει η διαφορετικότητα των απόψεων. Άλλωστε και στο δικό μου σημείωμα, όπως θαρρώ και στην ανταπάντησή σας, ελάχιστα ή και καθόλου υποπέσαμε αμφότεροι σε τέτοιου είδους πειρασμούς.
2. Ωστόσο, από τον τίτλο του τελευταίου σας σημειώματος συνάγεται αφενός ότι τα δικά μου επιχειρήματα χαρακτηρίζονται από πενία (δικαίωμά σας να το θεωρείτε), αφετέρου όμως ότι εξ αυτού του λόγου κατεργάζομαι τεχνάσματα, πράγμα που δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του άρθρου σας και ίσως απαιτείται να εξηγηθεί περαιτέρω.
3. Αναφορικά, τέλος, με το παλαιότερο άρθρο σας για την κυπριακή «διάσωση», σας θυμίζω ότι πρόκειται γι’ αυτό με τίτλο «Η λύση στο πρόβλημα της Κύπρου μπορεί να είναι μόνο ευρωπαϊκή» και αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα σας στις 22/3/13 (αναπαράχθηκε επίσης στην Ευβοϊκή Γνώμη). Οι κρίσεις μου για την ποιότητα του «πονήματος» αυτού, που για ευνόητους λόγους δεν μπορούσαν να είναι εκτενέστερες, αφού άλλες ήταν οι ανάγκες του σημειώματός μου, αφορούσαν αφενός στο ότι υπερασπιζόσασταν από πάνω μέχρι κάτω τις αποφάσεις του Eurogroup, που μέσα σ’ ένα σαββατοκύριακο κυριολεκτικά «εκτέλεσαν» την Κυπριακή Δημοκρατία, με τρόπο μάλιστα που δεν τόλμησαν να υιοθετήσουν δημόσια ούτε κυβερνητικοί παράγοντες. Και αφετέρου στην παράθεση στοιχείων και αριθμών σχετικά με τον υπερδιογκωμένο χρηματοπιστωτικό τομέα της Κύπρου, που ήσαν παραπειστικά ανακριβείς. Την ίδια μάλιστα στιγμή που έβλεπαν στο διεθνή τύπο το φως της δημοσιότητας αποκαλύψεις σχετικές με τη «μόχλευση» των στοιχείων της Deutche Bank και που ο διορισμένος από το Σόϊμπλε πρώην χοιροτρόφος και πρώην μαοϊκός ευρω-γραφειοκράτης Χαϊσενμπλάουμ απειλούσε και με άλλες bail-in «διασώσεις» τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

Επί της ουσίας:

Υπάρχουν, κ. Χαϊνά, δύο τουλάχιστον στοιχεία της επιχειρηματολογίας σας αλλά και της συνολικής θεματολογίας που διαπραγματεύεστε, τα οποία αποτελούν στη συλλογιστική σας κατά κάποιο τρόπο θέσφατα και μη διαπραγματεύσιμες σταθερές. Κι αυτά είναι ο «ευρωπαϊσμός» και ο «κυβερνητισμός». Διατυπώνετε ερωτήματα και κρίσεις με τέτοιο τρόπο ως εάν κάποιος παρεκκλίνων απ’ αυτές τις αμετακίνητες «αλήθειες» να οφείλει να «στιγματιστεί» σαν «λαϊκιστής», μη σοβαρός και υπεύθυνος, μη ρεαλιστής κλπ. Ε, λοιπόν, ομολογώ τη βλασφημία μου: δεν είμαι ούτε «ευρωπαϊστής» ούτε οπαδός του κυβερνητισμού. Αν σε κάτι παραμένω αθεράπευτα σταθερός, αυτό είναι η «ουτοπία» της κοινωνικής χειραφέτησης. Αλλά, για τις ανάγκες του παρόντος σημειώματος, ας ασχοληθούμε με το δικό σας «ρεαλισμό».

Αναρωτιέστε μήπως υιοθετώ την ιδεολογία και τα επιχειρήματα αυτών που πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν, του κάθε καταΚΑηΜΕΝΟΥ – αλλού μέχρι και του Μιχαλολιάκου, ενώ εγκαλείτε εμένα για δήθεν τεχνάσματα - κι όλα αυτά ορμώμενος από τη φράση μου περί «κατοχικής προπαγάνδας». Νομίζω ότι αδικείτε τον εαυτό σας, στήνοντας απέναντί σας ένα – βολικό – κακέκτυπο, που γνωρίζετε ότι δεν έχει σχέση με την ιδεολογία και την πολιτική της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Όχι, κ. Χαϊνά, δεν υποστηρίζω ότι η χώρα βρίσκεται υπό κατοχή. Ούτε εγώ προσωπικά ούτε ο Σύριζα. Υποστηρίζω όμως ότι εδώ και τρία χρόνια βρισκόμαστε υπό καθεστώς όλο και μειούμενης λαϊκής κυριαρχίας, ότι η εξάρτηση (και η υποτέλεια) έχει κλιμακωθεί, ότι ο ελληνικός κοινωνικός (και κρατικός) σχηματισμός οδηγείται σε ιδιότυπο καθεστώς «αποικίας» χρέους. Σεις το αρνείστε;

Υποστηρίζω ότι οι αστικοδημοκρατικοί θεσμοί και ο κοινοβουλευτισμός έχουν πληγεί βάναυσα, ότι λαϊκές δημοκρατικές κατακτήσεις έχουν μπει στο γύψο. Ότι οι δεκάδες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, το «μαύρο» στην ΕΡΤ, η άγρια καταστολή των κινητοποιήσεων επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι δημοκρατία και μνημόνιο είναι ασύμβατα.

Προσέξτε. Δεν λέω ότι πριν την τελευταία μνημονιακή τριετία η λαϊκή κυριαρχία, η ανεξαρτησία, η «πλέρια» δημοκρατία είχαν κατακτηθεί, ωστόσο, το «ειδικό μνημονιακό καθεστώς» που έχει εγκαθιδρυθεί έχει επιφέρει ένα τεραστίων διαστάσεων πλήγμα και στη δημοκρατία και στη λαϊκή και εθνική κυριαρχία. Σεις το αρνείστε;

Υποστηρίζω, επίσης, πως όλο αυτό το «ειδικό καθεστώς» υποβαστάζεται από ένα μηχανισμό «ενημέρωσης», ιδεολογικής, πολιτικής, αισθητικής και «ψυχαγωγικής» χειραγώγησης και προπαγάνδας. Που υπηρετείται από τα καθεστωτικά ΜΜΕ, από δημοσιολόγους της πλάκας, από «οργανικούς» διανοούμενους, από πληρωμένες γραφίδες και εξαγορασμένους δημοσιογράφους-αστέρες των prime time ζωνών, από «γλάστρες» των πρωινάδικων και «βρικόλακες» μεταμεσονύχτιων εκπομπών, από έναν ολόκληρο δηλαδή στρατό παρατρεχάμενων, απολογητών και χαλκείων. Σεις δεν το βλέπετε;

Υποστηρίζω, ακόμη, πως όλοι αυτοί οι κήνσορες και θεράποντες της «υπευθυνότητας», της «σοβαρότητας», της «εγκυρότητας», του «ρεαλισμού», του «ευρωπαϊκού τόξου», του «μονόδρομου» της λιτότητας και των «μεταρρυθμίσεων», αλληλοτροφοδοτούν ένα σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων, που συναποτελούν οι επιχειρηματικές ελίτ, οι ιδιοκτήτες ΜΜΕ και τα επιτελεία του πολιτικού συστήματος.

Υποστηρίζω ότι ο «ξένος παράγοντας» - που λέγαμε παλιά (θυμάστε;) - εν προκειμένω οι κυρίαρχοι κύκλοι της ευρωζώνης, έχουν ρίξει όλο τους το βάρος για να κρατήσουν στη ζωή αυτό το εγχώριο καθεστώς, με όλες τις κυβερνητικές παραλλαγές, παραφυάδες και εφεδρείες του – ή μήπως αμφιβάλλετε;

Υποστηρίζω ότι αυτό το σύμπλεγμα κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, αποδέχεται ασμένως, στις συνθήκες της κρίσης, έναν υποδεέστερο – υπεργολαβικό και υποτελή – ρόλο έναντι των ξένων προστατών του, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του στην «εσωτερική» ταξική σύγκρουση και να διασώσει την κυριαρχία του. Υποστηρίζω ότι είναι το ίδιο ακριβώς σύστημα εξουσίας που διαχειρίστηκε τις τύχες της χώρας επί δεκαετίες και συνεπώς είναι ένοχο για την παρούσα «εθνική» κρίση. Σεις προφανώς διαφωνείτε, εμπλέκοντας στις ευθύνες την αριστερά, τα συνδικάτα, το φατριασμό, τις συντεχνίες κλπ.

Υποστηρίζω ότι η διάχυση της διαφθοράς σε ευρεία κοινωνικά στρώματα, ο εκμαυλισμός συνειδήσεων, ο παρασιτισμός και μια σειρά εκφυλιστικών φαινομένων, που αρέσκεστε να ενοχοποιείτε για την κακοδαιμονία μας και για το ότι η χώρα βρέθηκε ανοχύρωτη ενώπιον της κρίσης, είναι περιφερειακές μόνο όψεις του προβλήματος. Στην καρδιά του οποίου ήταν και είναι η διατήρηση, σταθεροποίηση και αναπαραγωγή της κυριαρχίας των κοινωνικών και πολιτικών ελίτ και φυσικά της ηγεμονίας του καπιταλιστικού – με τις όποιες δυσμορφίες του – σχηματισμού στην ελληνική κοινωνία. Μια ηγεμονία που είχε πάντοτε την ιδεολογική της πλευρά, αφού οι κυρίαρχες ελίτ κατόρθωναν διαχρονικά – εκτός φυσικά από τις περιόδους της εαμικής εποποιίας και του «ελληνικού Μάη» του αντιδικτατορικού αγώνα και της μεταπολίτευσης - να «ενσωματώνουν» πολυπληθή κοινωνικά στρώματα στη δική τους «εθνική αφήγηση»: είτε αυτή ήταν παλαιότερα ο μεγαλοϊδεατισμός, το «ανήκομεν εις την δύσιν» αργότερα, η «ισχυρή Ελλάδα» του Σημίτη και των «εκσυγχρονιστών», το «μαζί τα φάγαμε» εσχάτως.

Με τον «ευρωπαϊσμό» να αποτελεί αναντίρρητα για το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας, στις δεκαετίες που ακολούθησαν τη μεταπολίτευση, το δόγμα, το φετίχ της «εθνικής αυτοπραγμάτωσης» – εδώ ναι όντως, τμήματα της αριστεράς έχουν ευθύνη. Σεις, φυσικά, διαφωνείτε και εντάσσετε συλλήβδην τους «ευρωσκεπτικιστές» στις δυνάμεις του λαϊκισμού και της καθυστέρησης.

Ας μου επιτραπεί επ’ ολίγο να διευκρινίσω τις θέσεις μου πάνω στο ζήτημα του «ευρωπαϊσμού»: Προφανώς δεν υποστηρίζω ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αποκοπεί γεωγραφικά από την ευρωπαϊκή ήπειρο και να επικολληθεί στο κέρας της Αφρικής. Αντίθετα, πιστεύω ότι ο «υπαρκτός» ευρωπαϊσμός, ο τρόπος δηλαδή συμμετοχής της χώρας – όπως και άλλων περιφερειακών ευρωπαϊκών χωρών – στην «υπαρκτή» και όχι τη φαντασιακή ευρωπαϊκή ολοκλήρωση – και ειδικά στη Ζώνη του ευρώ – μας οδηγεί μαθηματικά σε κοινωνικά αλλά και «κρατικά» υποδείγματα που προσομοιάζουν με χώρες της υποσαχάριας Αφρικής.

Υποστηρίζω ότι η αρχιτεκτονική του οικοδομήματος που λέγεται ευρωζώνη αφενός περικλείει δομικά – και, κατά τη γνώμη μου, με τρόπο μη μεταρρυθμίσιμο και μη αντιστρέψιμο – την εσωτερίκευση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος για κάθε εθνικό κοινωνικό σχηματισμό που συμμετέχει σ’ αυτήν. Και αφετέρου λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης, με άλλα λόγια, σχεδόν με μηχανικό τρόπο, διευρύνει τις ανισότητες ανάμεσα στις χώρες του «ευρωπαϊκού κέντρου» και της «περιφέρειας» (αυτές όχι υποχρεωτικά νοούμενες με γεωγραφικές συντεταγμένες αλλά κυρίως σε ό,τι αφορά το επίπεδο οικονομικής «ανταγωνιστικότητας»). Η πιο καθαρή αντανάκλαση αυτού του φαινομένου απεικονίζεται στα εμπορικά ισοζύγια των χωρών της ΖτΕ: τα πλεονάσματα του «Βορρά» παράγουν τα ελλείμματα του «Νότου», ή και το αντίστροφο. Φαινόμενο το οποίο αυξάνεται εκθετικά από την περίοδο «νομισματοποίησης» της ευρωζώνης.

Το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 2007-2008, με τον πυρήνα της να βρίσκεται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, εκτός των άλλων συνεπειών του, ανέδειξε ανάγλυφα αυτή την πλευρά της ευρωζωνικής ολοκλήρωσης. Προφανώς επλήγησαν με μεγαλύτερη σφοδρότητα οι «αδύναμοι κρίκοι» της αλυσίδας, με πρώτη – μακράν – τη χώρα μας. Γιατί οι κυρίαρχες δυνάμεις του ελληνικού καπιταλισμού έχουν κυριολεκτικά λεηλατήσει τη χώρα, στήνοντας επί δεκαετίες «αρπαχτές» και λειτουργώντας ως εμπορικοί αντιπρόσωποι και υπεργολάβοι ξένων πολυεθνικών. Γιατί οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι, ομοίως, δεν φρόντισαν να οικοδομήσουν τις βάσεις ενός βιώσιμου παραγωγικού υποδείγματος.

Η αρχική περίοδος του ευρώ, με το φθηνό δανεισμό, διόγκωσε τις φούσκες των τραπεζών, της πιστωτικής επέκτασης, των υπηρεσιών και των κατασκευών, κλάδους που δεν συνιστούν πεδία διεθνώς εμπορεύσιμων εμπορευμάτων. Η κερδοφορία ήταν εξωφρενική, ωστόσο η παραγωγική αποδιάρθρωση συντελούνταν ραγδαία. Γιατί; Μα ακριβώς επειδή το «σταθερό» νόμισμα και το χαμηλό επιτόκιο εξασφάλιζαν κέρδη σε οικονομικές δραστηριότητες τέτοιου είδους, που «απογείωναν» μάλιστα οι πολιτικές της «απελευθέρωσης», ώστε να είναι επισφαλείς και απείρως λιγότερο κερδοφόρες οι επενδύσεις στους τομείς της «πραγματικής» οικονομίας. Ήταν, σας θυμίζω, η περίοδος της απόλυτης κυριαρχίας του «ευρωπαϊσμού» και του «εκσυγχρονισμού».

Η αντιμετώπιση της κρίσης από την πλευρά των ιθυνόντων της ευρωζώνης έκανε κομμάτια και θρύψαλα τα ιδεολογήματα της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», της «Ευρώπης των λαών» και τα συναφή. Κι αυτό γιατί όλα τούτα ήσαν πάντα αυταπάτες και φαντασιακοί καταναγκασμοί, που δεν είχαν καμία σχέση με την «υπαρκτή» ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Που όχι μόνο ήταν και είναι μια καπιταλιστική – και ιμπεριαλιστική – ολοκλήρωση αλλά αναδεικνύεται, στη συνθήκη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ως το προκεχωρημένο φυλάκιο της πιο αντιδραστικής, ακραία ταξικής και νεοφιλελεύθερης επίθεσης ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας.

Θα μου πείτε, ποιος μας φταίει για την έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Ας την ανακτήσουμε. Ας γίνουμε επιτέλους «ένα κανονικό, σύγχρονο, ευρωπαϊκό κράτος». Μάλιστα. Πώς; Με ποιους μηχανισμούς; Έχει μια ελληνική κυβέρνηση στα χέρια της εργαλεία άσκησης οικονομικής πολιτικής; Η απάντηση είναι όχι. Τα κλειδιά είναι στη Φρανκφούρτη. Ο μόνος μηχανισμός που υπάρχει για να επιδράσει κανείς στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας – και των λοιπών περιφερειακών χωρών, στον ένα ή τον άλλο βαθμό - είναι αυτός της εσωτερικής υποτίμησης. Κι αυτό δεν είναι δική μου ιδεολογική εμμονή. Είναι ομολογία του ΔΝΤ. Μια εσωτερική υποτίμηση που, ενώ στη χώρα μας ειδικά έχει πάρει εφιαλτικές διαστάσεις, την ίδια στιγμή μια σειρά άλλοι παράγοντες – όπως π.χ. του επιτοκίου ή της ευρωπαϊκής ύφεσης και της στασιμότητας της παγκόσμιας ζήτησης – εξανεμίζουν την όποια «θετική» επίδρασή της στην ανταγωνιστικότητα.

Συνεπώς, το «μνημονιακό» πρόγραμμα, κ. Χαϊνά, που έχει στον πυρήνα του το μηχανισμό της εσωτερικής υποτίμησης, όχι μόνο δεν επιφυλάσσει την κάθαρση στο ελληνικό δράμα, αλλά προδιαγράφει μια κοινωνία εντελώς μειωμένων προσδοκιών, με πολυπληθή τμήματά της να απειλούνται κυριολεκτικά από ανθρωπιστική κρίση και οδηγεί ενσυνείδητα τον ελληνικό οικονομικό σχηματισμό σε μια τραγικά υποδεέστερη θέση αναφορικά με τη συμμετοχή του στον παγκόσμιο και τον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας.

Ο «μεταρρυθμιστικός» πυλώνας του μνημονίου, κ. Χαϊνά, ουδόλως έχει στο επίκεντρό του την αναγκαία δημοκρατική μεταρρύθμιση του κράτους, την εξάλειψη της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς κλπ. Αντίθετα, μια σειρά – παλαιά και νέα - παρασιτικά συμφέροντα διαπλέκονται με το μνημονιακό καθεστώς, πράγμα που επιβεβαιώνουν και οι «έγκυρες» στατιστικές διεθνών οργανισμών για τη διαφάνεια. Οι βασικές μεταρρυθμίσεις που προωθεί το μνημονιακό πρόγραμμα αφορούν στην «απελευθέρωση» των απολύσεων και των εργασιακών σχέσεων, στη διάλυση της συλλογικής διαπραγμάτευσης, στο χτύπημα των συνδικαλιστικών ελευθεριών, στη συντριβή με λίγα λόγια οποιουδήποτε πλαισίου συλλογικότητας και οργάνωσης του κόσμου της εργασίας. Είναι μεταρρυθμίσεις με στρατηγική στόχευση, που όχι απλώς ποντάρουν αλλά εγκαθιδρύουν τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Η ανεργία δεν είναι μόνο παρενέργεια της ύφεσης, είναι και «όπλο» του μνημονιακού προγράμματος για να εξανδραποδίσει συνολικά τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις. 

Κατά συνέπεια, το πρώτο, το πλέον επείγον ζήτημα για την επιβίωση της ελληνικής κοινωνίας, για τη διάσωση των δυνατοτήτων να υπάρξει ανάστροφη προοπτική, είναι ο άμεσος τερματισμός αυτού του «προγράμματος». Αρκεί αυτό; Όχι, είναι όμως το πρώτο εντελώς απαραίτητο βήμα.

Το αμέσως επόμενο βήμα αφορά στο κόψιμο του γόρδιου δεσμού του χρέους. Καμία ανορθωτική προσπάθεια δεν μπορεί να ξεκινήσει – πολύ περισσότερο να επιβιώσει και να πετύχει – αν δεν διαγραφεί το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα του χρέους. Ο Σύριζα υποστηρίζει ότι θα το επιδιώξει αρχικά με διαπραγμάτευση. Κάποιοι εξ ημών θεωρούμε ότι ενόψει της διαπραγμάτευσης απαιτείται να είμαστε αποφασισμένοι για μονομερείς ενέργειες (π.χ. διακοπή πληρωμής του). Πάντως, σε κάθε περίπτωση, όλοι μας στο Σύριζα διακηρύσσουμε ότι είμαστε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο. Για μας το όριο δεν είναι το «ευρώ», είναι η σωτηρία του λαού.

Το τρίτο ζήτημα αφορά στην εκφώνηση μιας νέας «εθνικής» αφήγησης εκ μέρους της αριστεράς και των κοινωνικών δυνάμεων που αυτή εκφράζει, του κόσμου των «από κάτω»: γιατί οι «από πάνω» , όπως άλλωστε έπραξαν σε κάθε κρίσιμη ιστορική στιγμή – να θυμίσουμε τη λιποταξία της ιθύνουσας τάξης στην «κανονική» γερμανική κατοχή; - και δεν θέλουν και δεν μπορούν. Μιας αφήγησης που αφορά στην παραγωγική ανασυγκρότηση και την κατάκτηση της αξιοπρέπειας της χώρας στη θέση της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Μιας αφήγησης που αφορά στην αξιοποίηση όλων των ενεργών κοινωνικών και παραγωγικών δυνάμεων, με τις δυνάμεις της εργασίας στο τιμόνι. Μιας αφήγησης που θα περιλαμβάνει τους κρίσιμους κοινωνικούς και θεσμικούς μετασχηματισμούς, με ορίζοντα την κοινωνική αλλαγή.

Μπορεί να τα κάνει αυτά, κ. Χαϊνά, μια κυβέρνηση του «εκλογικού αθροίσματος» της αριστεράς και της δεξιάς; Σεις λέτε ναι. Ορίζοντας ως συνισταμένη την «ευρωπαϊκή προοπτική». Δηλαδή με άλλα λόγια, μιας κυβέρνησης με τη συμμετοχή μιας «κατοικίδιας» αριστεράς, που θα εξουδετερώσει τις λαϊκές αντιστάσεις και θα κάνει λοβοτομή στον ελληνικό λαό, ώστε το «δόγμα του σοκ» που εφαρμόζεται, με κύρια ευθύνη των «εταίρων» μας, να φαντάζει ως ψυχαγωγικός περίπατος. Ωραία! Και τι θα κάνουμε στον κόσμο που πεινάει κυριολεκτικά και δεν έχει ρεύμα, νερό, ασφάλιση; Θα του μοιράζουμε «ληγμένα» για να ξεχάσει τον πόνο του; Θα ανοίξουμε Σπιναλόγκες για τους κοινωνικά αποκλεισμένους ή θα τους στέλνουμε μαζικά για εγγραφή στη χρυσή αυγή;

Ωστόσο, σεις υποστηρίζετε ότι η άρνηση συμμετοχής του Σύριζα σε μια τέτοια κυβέρνηση σημαίνει και άρνηση ανάληψης ευθυνών. Ίσα-ίσα που ο Σύριζα επιδιώκει να αναλάβει την ευθύνη της κυβέρνησης, για το λόγο αυτό άλλωστε εκτοξεύτηκε πέρυσι σε ποσοστά που η αριστερά είχε να πάρει από το ’58 και βρέθηκε μια ανάσα πριν την εκλογική νίκη. Πράγμα που σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει συμβεί τουλάχιστον μεταπολεμικά. Το να υποστείλει ο Σύριζα τη σημαία της κατάκτησης της κυβέρνησης της αριστεράς και να εγκλωβιστεί σε κυβερνητικά σχήματα συνενοχής και συνευθύνης με το σάπιο και ένοχο πολιτικό σύστημα, θα είναι για τον ίδιο αυτοχειρία. Και για τις κοινωνικές δυνάμεις που θέλει να εκφράσει, στις σημερινές ειδικά συνθήκες, θα ισοδυναμεί με προδοσία.

Αναφέρεστε στο «πονεμένο» ’89. Ανήκω σε εκείνους που εξ αριστερών διαφώνησαν τότε με την ηγεσία του ενιαίου ΣΥΝ αναφορικά με τη συμμετοχή στις κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα. Και φυσικά ουδεμία σχέση είχα ή έχω με τον «αυριανισμό». Ωστόσο, σεις που απ’ ό,τι φαίνεται υπερασπίζεστε αυτή την επιλογή – η οποία θυμίζω είχε πολύ συγκεκριμένο και «ειδικό» σκοπό, την «κάθαρση» και έγινε σε συνθήκες κατάρρευσης του «υπαρκτού» και απόλυτης κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων δογμάτων – μήπως μπορείτε, με την ασφάλεια πια της χρονικής απόστασης, να αποτιμήσετε ο,τιδήποτε θετικό από εκείνη την εμπειρία; Μήπως τις άδειες της «ελεύθερης» τηλεόρασης ή την «απελευθέρωση» των τηλεπικοινωνιών; Ή μήπως το άλλοθι, το «στίλβωμα» αν θέλετε, των πλέον αμιγών εκπροσώπων του νεοφιλελευθερισμού, που πρόσφερε τότε η αριστερά; Για να μην παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι η αριστερά στάθηκε ανήμπορη στη συνέχεια να αποτρέψει ή και να επηρεάσει έστω και ελάχιστα τη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας όχι απλά σε θεραπαινίδα αλλά στον πλέον ακραιφνή εκπρόσωπο του νεοφιλελευθερισμού. Ενώ και η ίδια δεν απέφυγε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, μιαν ορισμένη σοσιαλδημοκρατικοποίησή της.

Αναφέρεστε επίσης στις κυβερνητικές εμπειρίες της ευρωπαϊκής αριστεράς, που συνέβαλαν, λέτε, στην οικοδόμηση των σύγχρονων δυτικών δημοκρατιών. Θα εννοείτε, πρωτίστως, την περιπέτεια του PCI, στα «μολυβένια χρόνια» της ιταλικής δημοκρατίας. Τότε που ο παρατεταμένος εργατικός ιταλικός Μάης οδηγήθηκε στη συντριβή, με ευθύνη και της ιταλικής αριστεράς. Που, ενώ συσπείρωνε στις γραμμές της εκατομμύρια κόσμου και τα πιο αξιόμαχα συνδικάτα, εσωτερίκευσε την ήττα – ίσως και από την τραγική εμπειρία του Λαϊκού Μετώπου της Χιλής – μέσω του περιβόητου «ιστορικού συμβιβασμού». Μήπως μπορείτε να πας πείτε πού κατάντησε η ιταλική αριστερά; Μήπως τάχα απέτρεψε τον μπερλουσκονισμό; Υπάρχει αριστερά σήμερα στην Ιταλία ή μήπως η αυθόρμητη λαϊκή αντίδραση απέναντι στην κρίση που μαστίζει και την κραταιά Ιταλία διοχετεύεται σε λαϊκιστικά σχήματα τύπου Γκρίλο;

Και εν πάσει περιπτώσει, αναφέρεστε σε μια άλλη ιστορική περίοδο, κατά την οποία η ακόμη σφριγηλή ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που είχε λαϊκές κοινωνικές αναφορές, παρείχε δυνατότητες έστω και επιμέρους συμμαχιών για την οικοδόμηση π.χ. του κοινωνικού κράτους. Σε μια περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, με δυνατότητες αναδιανομής μέρους του παραγόμενου προϊόντος. Σήμερα όμως αυτές οι «πολυτέλειες» δεν υπάρχουν. Η σοσιαλδημοκρατία είναι «συνιστώσα» του νεοφιλελευθερισμού και η σφοδρότητα της καπιταλιστικής κρίσης δεν αφήνει περιθώρια για «φιλολαϊκές» λύσεις που δεν θα σπάνε το περίβλημα των υφιστάμενων κοινωνικών σχηματισμών. Σήμερα η λύση ή θα υπάρξει προς την κατεύθυνση ενός ακόμη πιο άγριου και «ριζοσπαστικού» νεοφιλελευθερισμού ή προς την κατεύθυνση ριζοσπαστικών και ανατρεπτικών μετασχηματισμών. Το στοίχημα δεν είναι εξ αρχής χαμένο ή κερδισμένο. Ωστόσο, στο έδαφος των συγκρούσεων της παρούσας μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης, όσο κι αν τα πόδια πολλών από μας λυγίζουν, υπάρχει μια μεγάλη ιστορική ευκαιρία για όσους από εμάς εξακολουθούμε να πιστεύουμε στο ρεαλισμό της ουτοπίας της κοινωνικής απελευθέρωσης: να είμαστε η αριστερά της νίκης. Όσο για το δικό τους «ρεαλισμό» θα κάνουμε τα πάντα για να παραμείνει ουτοπικός.

Τέλος, επειδή δεν με γνωρίζετε προσωπικά, όπως άλλωστε κι εγώ εσάς, θα λάβω το θάρρος να σας πω ότι αυτό είναι κάτι που διορθώνεται και μάλιστα το συντομότερο, κατά προτίμηση με συνοδεία τσίπουρου και καλών μεζέδων. Θα ήταν, εάν και σεις το επιθυμείτε, μια καλή ευκαιρία να συνεχιστεί δια ζώσης αυτή τη φορά μια πολιτισμένη πολιτική αντιπαράθεση.

Χαλκίδα, 29/7/2013
Βαγγέλης Αντωνίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου