Του Δημήτρη Ι. Κατσούλη
Η διαχείριση των στερεών αποβλήτων αποτελεί ένα
πεδίον δημόσιας πολιτικής όπου ο μεν συγκεντρωτισμός αποθεώνεται ενώ η τοπική
αυτοδιοίκηση καταγράφει συνεχώς ηθελημένες ήττες και περιθωριοποιείται. Είναι
επίσης ένα ακόμη πεδίο διαμόρφωσης ψευδεπίγραφων διλημμάτων και κομματικών
αρτηριοσκληρωτικών δογματισμών. Κοντά σε
όλα αυτά η αδηφάγα ασυδοσία του κρατικοδίαιτου εργολαβικού συστήματος που
αναπτύσσεται με την στήριξη των κρατικών λειτουργών. Αυτή η πραγματικότητα
διαφέρει ίσως από Περιφέρεια σε Περιφέρεια λαμβανομένης υπόψη και της
προηγούμενης διαχείρισης με πρωτοβουλία της τοπικής αυτοδιοίκησης από την εποχή
που μπορούσε να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο (όπως π.χ. Δυτική Μακεδονία).
Η Ελλάδα, με καθυστέρηση τριών και πλέον ετών,
ενσωμάτωσε στην εθνική νομοθεσία τις δύο Οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και του Συμβουλίου, την 2008/98/Ε.Κ. και την 2008/99/Ε.Κ., με τις οποίες
αναθεωρείται η ευρωπαϊκή πολιτική για τη διαχείριση των στερεών αποβλήτων και
επανακαθορίζονται οι στόχοι ενόψει του 2020. Ο νόμος 4042/2012 εισήγαγε στην
εθνική νομοθεσία τις επιταγές των Οδηγιών και κατέστρωσε υποχρεώσεις, στόχους
και χρονοδιαγράμματα. Μόλις στις αρχές του 2014 έθεσε σε διαβούλευση το αρμόδιο
Υπουργείο τα κείμενα για το Εθνικό Σχέδιο Πρόληψης της παραγωγής στερεών
αποβλήτων και το νέο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων, κείμενα που
εν συνεχεία πρέπει να εξειδικευθούν με τα αναθεωρημένα Περιφερειακά Σχέδια
Διαχείρισης, διεργασία που έπρεπε να ολοκληρωθεί εντός του πρώτου εξαμήνου του
2015. Εντούτοις το νέο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης δεν έχει τεθεί σε ισχύ ενώ
υποτίθεται ότι εκπονούνται τα αναθεωρημένα Περιφερειακά Σχέδια εντελώς στο σκοτάδι.
Ούτε λόγος για ουσιαστική διαβούλευση παρότι είναι επιταγή του ευρωπαϊκού
δημοκρατικού κεκτημένου. Πρόκειται για
το απόλυτο αλαλούμ του σχεδιασμού μίας κρίσιμης για το περιβάλλον και την
ποιότητα ζωής πολιτικής.
Η Οδηγία
2008/99/Ε.Κ. επιτάσσει την διαχείριση των στερεών αποβλήτων με προτεραιότητα
στις πολιτικές πρόληψης, επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης των απορριμμάτων
και εν γένει μείωσής τους προωθώντας ως
αφετηρία την συλλογή τους στην πηγή σε τέσσερα και πλέον ρεύματα. Αυτές τις
επιλογές έχει πλέον ενσωματώσει ο Έλληνας νομοθέτης με τον ν.4042/2012. Εν
τούτοις δεν έχει ξεκινήσει καμία διαδικασία διαμόρφωσης, οργάνωσης και
εφαρμογής αυτής της πολιτικής. Το ΥΠΕΚΑ που συγκεντρώνει όλο το βάρος
σχεδιασμού και άσκησης των πολιτικών διαχείρισης στερεών αποβλήτων ενδιαφέρεται
κυρίως για την εξυπηρέτηση των κεντρικών επιλογών της διαχείρισης στην Αττική,
εκεί ακριβώς που έχουν αποτύχει
παταγωδώς και διαχρονικά όλες οι συγκεντρωτικές πολιτικές του ανίκανου να
αναλάβει ευθύνες και πολιτικό κόστος κεντρικού πολιτικού και διοικητικού
συστήματος. Στο περιθώριο και πάντως χωρίς να αντιδρά επίσης διαχρονικά η
τοπική αυτοδιοίκηση πρώτου και δευτέρου βαθμού.
Όσο και εάν
φαίνεται σκληρό και απόλυτο αυτή είναι η πραγματικότητα στη διαχείριση των
στερεών αποβλήτων. Όσες εξαιρέσεις υπάρχουν επιβεβαιώνουν απλώς τον κανόνα.
Ένα ακόμη συμβάν της αποτυχίας των ασκηθεισών
πολιτικών είναι και η αδυναμία εφαρμογής του θεσμικού πλαισίου διακυβέρνησης
των Φορέων Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων. Οι εμμονές του Προγράμματος
Καλλικράτης σε συγκεντρωτικά σχήματα, οι παλινωδίες στην υλοποίησή τους και οι
τελικές επιλογές του ν.4071/2012 με την συγκρότηση των Περιφερειακών ΦΟΔΣΑ ως
συγκεντρωτικών φορέων διαχείρισης όλων των υποδομών και ταυτόχρονα η πρόκριση
της νομικής μορφής των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου συνάντησε πλείστες αντιδράσεις
και ενδοιασμούς ενώ δεν έγινε ποτέ αντικείμενο σοβαρής επεξεργασίας από την
Αυτοδιοίκηση η οποία για μία ακόμη φορά σύρεται στην εφαρμογή θεσμικών σχημάτων
που και την αυτονομία της αγνοούν και διαρκώς την περιορίζουν. Σε ορισμένες
Περιφέρειες, τρία χρόνια μετά, το σύστημα διακυβέρνησης δεν ολοκληρώνεται όχι
γιατί η Αυτοδιοίκηση ακολουθεί άλλο δρόμο αλλά γιατί ακολουθεί τον ακόμη
χειρότερο, να σύρεται ως έρμαιο σε συντεχνιακές στοχεύσεις παραγόντων των
φορέων διαχείρισης όπως συμβαίνει κυρίως στην Στερεά Ελλάδα.
Κατά την γνώμη μας ο δρόμος που έπρεπε και πρέπει τόσο η τοπική αυτοδιοίκηση πρώτου και δεύτερου βαθμού όσο και η
Κυβέρνηση και ο νομοθέτης να ακολουθήσουν στον τομέα της διαχείρισης των στερεών
αποβλήτων είναι άλλος. Στον δρόμο αυτόν οι βασικοί σταθμοί είναι οι
ακόλουθοι:
1. Το σύστημα διακυβέρνησης των Φορέων
Διαχείρισης ως προς την χωρική
αρμοδιότητα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί μετά την ολοκλήρωση της
αναθεώρησης των Περιφερειακών Σχεδίων. Η αναδιάρθρωση των διαχειριστικών
ενοτήτων λαμβανομένης υπόψη και της αλλαγής που επιβάλλουν οι Οδηγίες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης στην διαλογή και αποκομιδή σε επιμέρους ρεύματα αλλά και των
μέτρων για την μείωση των αποβλήτων είναι προαπαιτούμενο για την συγκρότηση των
Φορέων Διαχείρισης.
2. Η
επιμονή στη διατήρηση στεγανών μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου βαθμούς
Αυτοδιοίκησης, την οποία φαίνεται να υπερασπίζονται οι συλλογικοί φορείς των
Δήμων και Περιφερειών έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την αρχή της επικουρικότητας
και την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και ευνοεί σε τελική ανάλυση την υποκατάστασή
τους από το κεντρικό κράτος, το ΥΠΕΚΑ με βραχίονες συγκεντρωτισμού τις
Αποκεντρωμένες Διοικήσεις. Αντίθετα η
συνέργεια των δύο επιπέδων αυτοδιοίκησης ενισχύει την τοπική αυτονομία και
κρατά τον έλεγχο της διαχείρισης έστω των αστικών αποβλήτων στην ευθύνη της
τοπικής αυτοδιοίκησης.
3. Η Περιφέρεια (με απόφαση του
Περιφερειακού Συμβουλίου), με διαδικασίες διαβούλευσης με τους Δήμους και τους
ΦΟΔΣΑ, πρέπει να έχει
την τελική ευθύνη για τον περιφερειακό σχεδιασμό της διαχείρισης των στερεών
αποβλήτων και ιδίως των αστικών. Οι
νέοι, στην βάση των νέων διαχειριστικών ενοτήτων, ΦΟΔΣΑ έχουν την ευθύνη για την
διαχείριση των υποδομών επεξεργασίας και τελικής διάθεσης και οι Δήμοι έχουν την ευθύνη για την εφαρμογή
των Οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την διαλογή και αποκομιδή σε πέντε
ρεύματα, για την χωροθέτηση των «πράσινων σημείων» και για την εφαρμογή των
δημοτικών πολιτικών μείωσης των αστικών στερεών αποβλήτων. Αυτή η διάρθρωση
του συστήματος διακυβέρνησης είναι σαφής, με καθαρό πλαίσιο ευθύνης του κάθε
φορέα και στηρίζεται στις αρχές της
πολυεπίπεδης διακυβέρνησης και αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατικής αποκέντρωσης
και της συμμετοχικής τοπικής αυτονομίας.
4.
Η νομική μορφή των ΦΟΔΣΑ δεν μπορεί να
αποτελεί επιλογή κομματικοκεντρικής αρτηριοσκλήρωσης και συντεχνιακών
ιδεολογισμών. Πρέπει να υποστηρίζει την επιχειρησιακή ικανότητα των φορέων, να
διευκολύνει την διεύρυνση του κύκλου των δράσεων σε όλο το φάσμα των στερεών
αποβλήτων καθιστώντας βιώσιμους και οικονομικά αυτοτελείς τους ΦΟΔΣΑ. Μεταξύ
των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και των Ανωνύμων Εταιρειών της
Αυτοδιοίκησης η επιλογή για όσους πιστεύουν στην πολιτική και διοικητική
αυτονομία της αυτοδιοίκησης δεν είναι δύσκολη. Προφανώς οι Ανώνυμες Εταιρείες είναι τα πλέον χρήσιμα εργαλεία στην
Αυτοδιοίκηση και δυστυχώς αποκλείστηκαν
λόγω του συγκεντρωτισμού και της χειραγωγικής αντίληψης που συνόδευσε την
εφαρμογή του Προγράμματος «Καλλικράτης».
5. Όσα
γνωρίζουμε και ισχύουν σήμερα για την αποκομιδή και τη διαχείριση των αστικών
στερεών αποβλήτων σε δημοτικό επίπεδο είναι παντελώς έξω από κάθε ευρωπαϊκή
αλλά και διεθνή πρακτική εκτός από τις χώρες του τρίτου κόσμου. Οι
Ευρωπαϊκές Οδηγίες αλλά και ο μη
εφαρμοσθείς ως προς αυτό νόμος 4042/2012 επιτάσσουν τη διαλογή στη πηγή
σε πέντε τουλάχιστον ρεύματα και επίσης επιτάσσουν την χωροθέτηση
"πράσινων
σημείων" για την διαλογή σε ρεύματα του
συνόλου των αστικών και μη στερεών αποβλήτων. Η αλλαγή που χρειάζεται να
γίνει είναι μεγάλη, δεν θα γίνει αυτομάτως αλλά δεν θα πρέπει να καθυστερήσει. Χρειάζεται σχέδιο και κυρίως
αποφασιστικότητα. Οι δομές των υπηρεσιών καθαριότητας θα αλλάξουν, ο
εξοπλισμός και οι υποδομές θα αλλάξουν, οι κανονισμοί καθαριότητας επίσης. Και
το σημαντικότερο, το σύστημα χρέωσης των υπηρεσιών καθαριότητας πρέπει να
προσαρμοστεί στον στόχο της μείωσης των αποβλήτων. Να παρέχει κίνητρα στους
κατοίκους να μετέχουν δραστικά στην ανακύκλωση, την επανάκτηση, την
κομποστοποίηση και στην μείωση των αποβλήτων.
6. Τέλος, το οικονομικό υπόβαθρο των δημοτικών
τελών καθαριότητας σταδιακά οδηγείται στην αλλαγή με την εφαρμογή συστήματος
«Πληρώνω όσο Πετάω» (ΠΟΠ) γεγονός που θα μεταβάλλει τα έσοδα των Δήμων και
συνεπώς οδηγεί στην αναδιάρθρωση των δημοτικών δαπανών για τη διαχείριση των
στερεών αποβλήτων. Σήμερα ισχύει το σύστημα της χρέωσης ανά τετραγωνικό
μέτρο ηλεκτροδοτούμενης επιφάνειας, σύστημα κερδοφόρο για τους Δήμους αλλά
παντελώς αντιπαραγωγικό για την επίτευξη των στόχων της μείωσης των στερεών
αποβλήτων και της προώθησης των πρακτικών ανακύκλωσης, κομποστοποίησης,
επανάκτησης.
Γίνεται κατανοητό ότι οι αντεγκλήσεις, οι
κομματικοί και συντεχνιακοί ανταγωνισμοί, οι δαιμονοποιήσεις προ πολλού
ανεπίκαιρων πολιτικών στη διαχείριση των αστικών στερεών αποβλήτων γίνονται
«περί όνου σκιάς» ενώ το κρίσιμο διακύβευμα για τους Δήμους και τις Περιφέρειες
αλλά και την Κεντρική Διοίκηση είναι η αλλαγή των έως τώρα αδιέξοδων πολιτικών
και η άμεση προσαρμογή στους στόχους της ευρωπαϊκής πολιτικής για την
ορθολογική και βιώσιμη διαχείριση των αστικών στερεών αποβλήτων που αποτελούν
εντέλει ένα ελάχιστο ποσοστό του συνόλου των στερεών αποβλήτων (Βιομηχανικά,
Γεωργικά κ.ο.κ.)
Για την
Αυτοδιοίκηση το πεδίο θα μπορούσε να είναι λαμπρό και πρωτοποριακό αρκεί να
λειτουργήσει με ανοικτούς ορίζοντες, εμπιστοσύνη στις δυνάμεις που ενισχύουν
την πολιτική και διοικητική της αυτονομία και την ανεξαρτησία της προς όφελος
του δημοσίου περιφερειακού και δημοτικού συμφέροντος και των πολιτών.πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου