Του Marc Pierini
Οι κοινοβουλευτικές εκλογές της Τουρκίας την 1η Νοεμβρίου, έλαβαν χώρα σε μια εξαιρετικά τεταμένη ατμόσφαιρα.
Από τη μία πλευρά, αυτό οφειλόταν σε
εσωτερικούς παράγοντες: η αρχιτεκτονική του κράτους δικαίου της χώρας
διαλύθηκε, οι πολιτικές αφηγήσεις ήταν εξαιρετικά πολωμένες, ένα σπιράλ
βίας και καταστολής είχε "καταπιεί" το νοτιοανατολικό τμήμα της
Τουρκίας, το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη (ΑΚΡ) αγωνιζόταν για
τη συνέχιση της υπεροχής, και τα κόμματα είχαν άνιση πρόσβαση στα μέσα
ενημέρωσης.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία
αντιμετώπισε επίσης εξαιρετικές δυσκολίες: η πολιτική του ΑΚΡ στη Μέση
Ανατολή αμφισβητήθηκε σε όλα τα μέτωπα, οι Κούρδοι της Συρίας βρισκόταν
σε άνοδο πολιτικά και στρατιωτικά, η παρέμβαση της Ρωσίας συνεχιζόταν
στην Συρία και η προσφυγική κρίση δεν έδειχνε κανένα σημάδι ύφεσης.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα αποτελέσματα των εκλογών μπορούν να διαβαστούν με πολλούς τρόπους από την πλευρά της ΕΕ και της Δύσης.
Για το ΑΚΡ, τα καλά νέα είναι ότι η νίκη
ήταν ξεκάθαρη: έχοντας εξασφαλίσει 4,5 εκατ. περισσότερες ψήφους σε
σχέση με τις προηγούμενες εκλογές στις 7 Νοεμβρίου, το κόμμα πήρε την
απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στο τουρκικό κοινοβούλιο και θα σχηματίσει
κυβέρνηση μόνο του. Έχει επικρατήσει μια προτίμηση για κυβερνητική
σταθερότητα. Βραχυπρόθεσμα, αυτό θα γλιτώσει την χώρα από αρκετές
εβδομάδες διαπραγματεύσεων για τη δημιουργία συνασπισμού.
Για τον πρόεδρο, τα λιγότερο καλά νέα
είναι ότι το ΑΚΡ δεν έλαβε και πάλι πλειοψηφία των τριών πέμπτων των 330
εδρών, που θα του επέτρεπαν να υποβάλει σε δημοψήφισμα μια συνταγματική
τροποποίηση, που θα επιφέρει ένα εκτελεστικό προεδρικό καθεστώς. Η χώρα
είναι χωρισμένη στα δύο για αυτό το ζήτημα. Και δεν είναι σαφές ότι το
ίδιο το ΑΚΡ είναι ενωμένο σε αυτό το project του προέδρου.
Για την δημοκρατία της Τουρκίας, τα
χειρότερα νέα είναι πως τα εκλογικά αποτελέσματα ήλθαν με ένα πολύ υψηλό
τίμημα: μια ατελείωτη, σκληρή καταστολή των media (ακόμη και μετά τις
εκλογές), μια εξαιρετικά πολιτική αφήγηση και ένα εξαιρετικά πολωτικό
φιλοκουρδικό κόμμα (HDP), το οποίο είναι τώρα το τρίτο κόμμα στη Βουλή.
Αυτές είναι πληγές που θα πάρει χρόνο να επουλωθούν. Ο επόμενος
πρωθυπουργός θα έχει το δύσκολο έργο του να ενώσει μια βαθιά διαιρεμένη
χώρα.
Η αποκατάσταση της εγχώριας ειρήνης και
αρμονίας θα απαιτούσε δραστικές αλλαγές στην πολιτική αφήγηση της
Τουρκίας, μια ταχεία επιστροφή στο κράτος δικαίου, και μια προθυμία να
δεχθεί πραγματικά την κοινωνική και πολιτική ποικιλομορφία της χώρας.
Είναι αυτό εφικτό; Ή θα θεωρηθούν τα
αποτελέσματα των εκλογών "λευκή επιταγή" για τις πολιτικές του ΑΚΡ σε
όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένου και του κανόνα της πλειοψηφίας;
Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου θεωρούνται ευρέως ως προσωπική νίκη για
έναν πρόεδρο που είχε βασίσει την εκστρατεία του ακριβώς στο "εμείς και
αυτοί" και στην καταστολή των επικριτικών φωνών. Αν και αυτές ήταν
νομοθετικές εκλογές, οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα εξαρτώνται σε
μεγάλο βαθμό από τον πρόεδρο Recep Tayyip Erdogan, ο οποίος παραμένει
κορυφαία φιγούρα της τουρκικής πολιτικής.
Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, η
άσχημα πληγείσα αρχιτεκτονική του κράτους δικαίου, είναι πιθανό να
προκαλέσει περισσότερο κριτική από την ΕΕ. (Αλλά έχει αυτό σημασία για
τον πρόεδρο;). Τα μετεκλογικά μηνύματα από τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο
και την Ουάσιγκτον, έχουν όλοι επισημάνει τη βαθιά τους ανησυχία για
αυτό το ζήτημα.
Σχετικά με την προσφυγική κρίση, η κακή
προσέγγιση της ΕΕ για ένα σχέδιο δράσης σχετικά με το προσφυγικό με την
Τουρκία, είναι απίθανο να λειτουργήσει όπως έχει αρχικά σχεδιαστεί. Η
Τουρκία φαίνεται έτοιμη να επωφεληθεί από την πανικόβλητη στάση των
πολιτικών της ΕΕ, οι οποίοι έχουν προτείνει να επιταχυνθούν οι
διαπραγματεύσεις ένταξης της χώρας, ως αντάλλαγμα την βοήθεια της
Άγκυρας στην προσφυγική κρίση, μεταξύ άλλων πιθανών παραχωρήσεων. Αλλά η
πραγματικότητα είναι πως η Τουρκία έχει σχεδόν τα ίδια προβλήματα με
την ΕΕ: νέα κύματα προσφύγων πρόκειται να καταφθάσουν, μια ανάγκη
συνδυασμού της ανθρωπιστικής φροντίδας με την εκπαίδευση και τη
δημιουργία θέσεων εργασίας, και εμπόριο ανθρώπων, ύψους 2 δισ. δολαρίων
μόνο το 2015.
Αυτή η μαζική έξοδος φέρει τη δυναμική
για μεγάλη κοινωνική, οικονομική και πολιτική αποσταθεροποίηση σε όλες
τις χώρες που συνδέονται, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας. Αυτό
απαιτεί μια υπεύθυνη διαχείριση της διεθνούς αυτής κρίσης, όχι
διπλωματία παζαριού. Τόσο η ΕΕ όσο και η Τουρκία πρέπει να αλλάξουν αυτή
την προσέγγιση.
Ομοίως, η πολιτική της Τουρκίας στη Μέση
Ανατολή έχει αμφισβητηθεί σοβαρά σε όλα τα μέτωπα, και ιδιαίτερα στη
Συρία. Εκεί, η τουρκική πολιτική έχει τώρα να αντιμετωπίσει μια σειρά
αμερικανικών και ρωσικών επιλογών που έρχονται σε αντίθεση με τις
προτιμήσεις της Άγκυρας για την απομάκρυνση του Σύριου προέδρου Bashar
al-Assad, την καταπολέμηση των Κούρδων της Συρίας και την καθιέρωση μιας
ασφαλής ζώνης στη Βόρεια Συρία.
Από την πλευρά των Βρυξελλών, αυτό που
χρειάζεται η Τουρκία είναι μια επιστροφή στις φυσιολογικές κυβερνητικές
δραστηριότητες μετά από πέντε μήνες πολιτικού κενού. Εδώ και καιρό
θεωρούνταν μια σπάνια περίπτωση μιας μουσουλμανικής δημοκρατίας και ένα
παράδειγμα επιτυχημένης οικονομικής μεταμόρφωσης, αλλά τώρα η Τουρκία
έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος του διεθνούς της πρεστίζ στη διάρκεια των
δύο τελευταίων ετών. Με την γειτονιά της να φλέγεται και την οικονομία
της σε απότομη επιβράδυνση, και την παραμονή της συνόδου της G20 που θα
φιλοξενήσει στις 15-16 Νοεμβρίου, η Τουρκία χρειάζεται επειγόντως να
επιστρέψει σε μια πιο γαλήνια σχέση με τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς
συμμάχους.
Η ΕΕ έχει χαιρετίσει την νίκη του ΑΚΡ με
σύνεση. Η ΕΕ τώρα περιμένει να δει εάν, στο πλαίσιο μιας σταθερής
ηγεσίας και χωρίς εκλογές για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, η Τουρκία θα
συμβάλει εποικοδομητικά στη διεθνή σκηνή και θα αποκαταστήσει την
αρμονία και τις ελευθερίες στην εγχώρια σκηνή. Αυτά θα μπορούσαν να
είναι τα οφέλη από την θεαματική νίκη του ΑΚΡ την 1η Νοεμβρίου. Αλλά σε
αυτό το στάδιο, αυτό παραμένει ανοιχτό ερώτημα.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://carnegieeurope.eu/strategiceurope/?fa=61842
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου