Του Κώστα Ράπτη
Ο
Barack Obama έχει δύο λόγους να προβληματίζεται για τις αποφάσεις της
Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής της Πέμπτης και Παρασκευής. Ο πρώτος (που δεν
αφορά τίποτε λιγότερο από την κατοχύρωση για το προβλέψιμο μέλλον της
αμερικανικής γεωπολιτικής πρωτοκαθεδρίας), είναι η ουκρανική κρίση -
καθώς πληθαίνουν στους κόλπους των 28, μετά τη σχετική δημόσια
τοποθέτησης και της Ισπανίας, όσοι επιφυλάσσονται απέναντι στην ανανέωση
των κυρώσεων της Ε.Ε. κατά της Ρωσίας.
Ο δεύτερος λόγος είναι, δεδομένου του αδιεξόδου στη διαπραγμάτευση Αθήνας και πιστωτών, η ελληνική κρίση, καθώς οποιαδήποτε τυχόν ρήξη προορίζεται, παρά τα ευρέως λεγόμενα περί “θωράκισης” της ευρωζώνης, να κλυδωνίσει τις διεθνείς αγορές, σε μιαν ευαίσθητη συγκυρία κατά την οποία η αμερικανική κεντρική τράπεζα προσανατολίζεται σε αύξηση των επιτοκίων της, τερματίζοντας μιαν υπερεπταετή περίοδο νομισματικής χαλαρότητας.
Στο νου του ηγέτη μιας υπερδύναμης, τα δύο αυτά θέματα δεν μπορεί βέβαια παρά να αντιμετωπίζονται ως σχετιζόμενα, καθώς περισσότερο και από τις οικονομικές επιπτώσεις του, ένα ελληνικό ατύχημα θα αποτελέσει αναπόφευκτα δείκτη μιας σημαντικής (γεω)πολιτικής οπισθοχώρησης.
Εξ ού και ο πρόεδρος των ΗΠΑ αισθάνθηκε να παρέμβει προς την καγκελάριο Merkel την παραμονή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος, για μεν την ουκρανική κρίση “οι δύο ηγέτες συμφώνησαν στην ανάγκη πλήρους και έγκαιρης εφαρμογή των τριών συμφωνιών του Μινσκ, προκειμένου να επιτευχθεί μια διαρκής και ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης”. Επανέλαβαν δε “τη συμφωνία τους ότι δεν θα υπάρξει χαλάρωση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία μέχρι να έχει εκπληρώσει όλες τις δεσμεύσεις της συμφωνίας του Μινσκ.
Ο πρόεδρος και η καγκελάριος συμφώνησαν επίσης για τη συνεχιζόμενη σημασία στην παροχή οικονομικής στήριξης στην Ουκρανία, καθώς αυτή υλοποιεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις”. Όλα αυτά, στο φόντο της πρόσφατης απόφασης του ΔΝΤ (στα όρια της καταστατικής νομιμότητάς του) για παροχή δανείου στο Κίεβο με παράλληλη αναδιάρθρωση του χρέους του, αλλά και στο έδαφος της δυσφορίας του Βερολίνου (όπως διαβιβάσθηκε, ανεπισήμως πλην σαφώς, μέσω εκτενούς δημοσιεύματος του περιοδικού Der Spiegel) για εμπρηστικές δηλώσεις Αμερικανών ιεράκων που θεωρείται ότι υπονομεύουν την εγκεκριμένη από τον Obama διπλωματική προσπάθεια της Angela Merkel.
Στην ίδια ανακοίνωση του Λευκού Οίκου αναφέρεται ότι κατά τη συνδιάλεξη Obama-Merkel ”εξετάσθηκαν επίσης οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ελλάδα και οι προσπάθειες να επιτευχθεί μια ρεαλιστική συμφωνία που να βασίζεται σε πρόσφατες μεταρρυθμίσεις ώστε να επιστρέψει η χώρα στην ανάπτυξη εντός της ευρωζώνης”. Προφανώς, κατά τα διπλωματικά ήθη, το κείμενο στέκεται μόνο στην αμερικανική εκδοχή των διαμειφθέντων.
Στην λιτή διατύπωσή του, το μήνυμα της Ουάσιγκτον είναι σαφές, ασχέτως του αν Αθήνα, Βερολίνο ή Βρυξέλλες (επιθυμούν να) ακούν όλα τα σκέλη του: όχι ρήξη, όχι οπισθοχώρηση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όχι εξωπραγματικές προσδοκίες, αλλά πάντως με δημοσιονομικές “αναπνοές”, σε αναπτυξιακή κατεύθυνση. Το γεγονός πάντως ότι οι επισημάνσεις αυτές απευθύνονται στην Angela Merkel πιθανότατα υποκρύπτει αμερικανικές ανησυχίες ότι είναι τη γερμανική πλευρά που έχει λόγους να οδηγεί τα πράγματα στα άκρα.
Η πυκνότητα, πάντως, των αμερικανικών παρεμβάσεων επί του “ελληνικού ζητήματος” το τελευταίο διάστημα θυμίζει ημέρες του 2012 – καταδεικνύοντας έτσι οι υφιστάμενοι κίνδυνοι είναι, κατά την εκτίμηση της Ουάσιγκτον, εφάμιλλοι εκείνης της εποχής. Αρκεί κανείς να θυμίσει την πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία της βοηθού Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, αρμόδιας για θέματα διεθνούς οικονομίας, Caroline Atkinson με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη, αλλά και την επίσκεψη την Τρίτη στην Αθήνα της Αμερικανίδας υφυπουργού Εξωτερικών επί ευρασιατικών θεμάτων Victoria Nuland, η οποία συναντήθηκε με τον Νίκο Κοτζιά, τον Πάνο Καμμένο, αλλά και τον Πρωθυπουργό. Παρά δε τη “σιγή ασυρμάτου” που είχε επιβληθεί, στην κατά τα άλλα επικοινωνιακά πληθωρική Nuland, η υφυπουργός πέρασε το μήνυμα ότι επιθυμία των ΗΠΑ είναι “μια καλή συμφωνία της παραδοσιακής συμμάχου Ελλάδας με τους θεσμούς”. Το αν η νεοσυντηρητική αρχιτέκτονας της ουκρανικής κρίσης βρήκε με τους συνομιλητές της κοινή γλώσσα και στο ζήτημα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, που αποτέλεσε το κύριο αντικείμενο της τελευταίας ευρωπαϊκής της περιοδείας, αποτελεί ανοικτό ερώτημα.
Επιπλέον, στο μπρίφινγκ του Λευκού Οίκου την Τρίτη, ο Αμερικανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Josh Earnest ρωτήθηκε αν αληθεύουν οι πληροφορίες αφενός ότι ο Barack Obama είχε παρέμβει στην κατεύθυνση της Angela Merkel ήδη προ μηνός ζητώντας της να παρασεχθούν διευκολύνσεις αποπληρωμής του ελληνικού χρέους και αφετέρου ότι η Caroline Atkinson συνέστησε στην Αθήνα να χαμηλώσει τους τόνους έναντι των πιστωτών. Ο εκπρόσωπος περιορίσθηκε να αναφέρει ότι “δεν είναι ασύνηθες να εξετάζονται τα ευρωπαϊκά οικονομικά ζητήματα στις συζητήσεις μεταξύ των ηγετών” και ότι “προφανώς, οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται για την χρηματοπιστωτική υγεία ενός από τους κυριότερους εμπορικού τους εταίρους”, ήτοι της ευρωζώνης. Χωρίς δε να διαψεύδει το τηλεφώνημα Atkinson, δήλωσε ότι την κύρια ευθύνη επαφής με την Ε.Ε. και την Ελλάδα για αυτά τα θέματα έχει το Υπουργείο Οικονομικών.
Είναι σαφές, ότι η δραστηριοποίηση της Ουάσιγκτον είναι, και επί της διαδικασίας και επί του περιεχομένου, μεγαλύτερη απ΄ ό,τι γίνεται δημοσίως παραδεκτό. Το ποια η αποτελεσματικότητά της αποτελεσματική, μετά από πέντε χρόνια επαναλαμβανόμενων πλην μη εισακουόμενων συστάσεων προς την ευρωπαϊκή πλευρά, είναι μια άλλη συζήτηση...
Ο δεύτερος λόγος είναι, δεδομένου του αδιεξόδου στη διαπραγμάτευση Αθήνας και πιστωτών, η ελληνική κρίση, καθώς οποιαδήποτε τυχόν ρήξη προορίζεται, παρά τα ευρέως λεγόμενα περί “θωράκισης” της ευρωζώνης, να κλυδωνίσει τις διεθνείς αγορές, σε μιαν ευαίσθητη συγκυρία κατά την οποία η αμερικανική κεντρική τράπεζα προσανατολίζεται σε αύξηση των επιτοκίων της, τερματίζοντας μιαν υπερεπταετή περίοδο νομισματικής χαλαρότητας.
Στο νου του ηγέτη μιας υπερδύναμης, τα δύο αυτά θέματα δεν μπορεί βέβαια παρά να αντιμετωπίζονται ως σχετιζόμενα, καθώς περισσότερο και από τις οικονομικές επιπτώσεις του, ένα ελληνικό ατύχημα θα αποτελέσει αναπόφευκτα δείκτη μιας σημαντικής (γεω)πολιτικής οπισθοχώρησης.
Εξ ού και ο πρόεδρος των ΗΠΑ αισθάνθηκε να παρέμβει προς την καγκελάριο Merkel την παραμονή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος, για μεν την ουκρανική κρίση “οι δύο ηγέτες συμφώνησαν στην ανάγκη πλήρους και έγκαιρης εφαρμογή των τριών συμφωνιών του Μινσκ, προκειμένου να επιτευχθεί μια διαρκής και ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης”. Επανέλαβαν δε “τη συμφωνία τους ότι δεν θα υπάρξει χαλάρωση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία μέχρι να έχει εκπληρώσει όλες τις δεσμεύσεις της συμφωνίας του Μινσκ.
Ο πρόεδρος και η καγκελάριος συμφώνησαν επίσης για τη συνεχιζόμενη σημασία στην παροχή οικονομικής στήριξης στην Ουκρανία, καθώς αυτή υλοποιεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις”. Όλα αυτά, στο φόντο της πρόσφατης απόφασης του ΔΝΤ (στα όρια της καταστατικής νομιμότητάς του) για παροχή δανείου στο Κίεβο με παράλληλη αναδιάρθρωση του χρέους του, αλλά και στο έδαφος της δυσφορίας του Βερολίνου (όπως διαβιβάσθηκε, ανεπισήμως πλην σαφώς, μέσω εκτενούς δημοσιεύματος του περιοδικού Der Spiegel) για εμπρηστικές δηλώσεις Αμερικανών ιεράκων που θεωρείται ότι υπονομεύουν την εγκεκριμένη από τον Obama διπλωματική προσπάθεια της Angela Merkel.
Στην ίδια ανακοίνωση του Λευκού Οίκου αναφέρεται ότι κατά τη συνδιάλεξη Obama-Merkel ”εξετάσθηκαν επίσης οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ελλάδα και οι προσπάθειες να επιτευχθεί μια ρεαλιστική συμφωνία που να βασίζεται σε πρόσφατες μεταρρυθμίσεις ώστε να επιστρέψει η χώρα στην ανάπτυξη εντός της ευρωζώνης”. Προφανώς, κατά τα διπλωματικά ήθη, το κείμενο στέκεται μόνο στην αμερικανική εκδοχή των διαμειφθέντων.
Στην λιτή διατύπωσή του, το μήνυμα της Ουάσιγκτον είναι σαφές, ασχέτως του αν Αθήνα, Βερολίνο ή Βρυξέλλες (επιθυμούν να) ακούν όλα τα σκέλη του: όχι ρήξη, όχι οπισθοχώρηση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όχι εξωπραγματικές προσδοκίες, αλλά πάντως με δημοσιονομικές “αναπνοές”, σε αναπτυξιακή κατεύθυνση. Το γεγονός πάντως ότι οι επισημάνσεις αυτές απευθύνονται στην Angela Merkel πιθανότατα υποκρύπτει αμερικανικές ανησυχίες ότι είναι τη γερμανική πλευρά που έχει λόγους να οδηγεί τα πράγματα στα άκρα.
Η πυκνότητα, πάντως, των αμερικανικών παρεμβάσεων επί του “ελληνικού ζητήματος” το τελευταίο διάστημα θυμίζει ημέρες του 2012 – καταδεικνύοντας έτσι οι υφιστάμενοι κίνδυνοι είναι, κατά την εκτίμηση της Ουάσιγκτον, εφάμιλλοι εκείνης της εποχής. Αρκεί κανείς να θυμίσει την πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία της βοηθού Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, αρμόδιας για θέματα διεθνούς οικονομίας, Caroline Atkinson με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη, αλλά και την επίσκεψη την Τρίτη στην Αθήνα της Αμερικανίδας υφυπουργού Εξωτερικών επί ευρασιατικών θεμάτων Victoria Nuland, η οποία συναντήθηκε με τον Νίκο Κοτζιά, τον Πάνο Καμμένο, αλλά και τον Πρωθυπουργό. Παρά δε τη “σιγή ασυρμάτου” που είχε επιβληθεί, στην κατά τα άλλα επικοινωνιακά πληθωρική Nuland, η υφυπουργός πέρασε το μήνυμα ότι επιθυμία των ΗΠΑ είναι “μια καλή συμφωνία της παραδοσιακής συμμάχου Ελλάδας με τους θεσμούς”. Το αν η νεοσυντηρητική αρχιτέκτονας της ουκρανικής κρίσης βρήκε με τους συνομιλητές της κοινή γλώσσα και στο ζήτημα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, που αποτέλεσε το κύριο αντικείμενο της τελευταίας ευρωπαϊκής της περιοδείας, αποτελεί ανοικτό ερώτημα.
Επιπλέον, στο μπρίφινγκ του Λευκού Οίκου την Τρίτη, ο Αμερικανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Josh Earnest ρωτήθηκε αν αληθεύουν οι πληροφορίες αφενός ότι ο Barack Obama είχε παρέμβει στην κατεύθυνση της Angela Merkel ήδη προ μηνός ζητώντας της να παρασεχθούν διευκολύνσεις αποπληρωμής του ελληνικού χρέους και αφετέρου ότι η Caroline Atkinson συνέστησε στην Αθήνα να χαμηλώσει τους τόνους έναντι των πιστωτών. Ο εκπρόσωπος περιορίσθηκε να αναφέρει ότι “δεν είναι ασύνηθες να εξετάζονται τα ευρωπαϊκά οικονομικά ζητήματα στις συζητήσεις μεταξύ των ηγετών” και ότι “προφανώς, οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται για την χρηματοπιστωτική υγεία ενός από τους κυριότερους εμπορικού τους εταίρους”, ήτοι της ευρωζώνης. Χωρίς δε να διαψεύδει το τηλεφώνημα Atkinson, δήλωσε ότι την κύρια ευθύνη επαφής με την Ε.Ε. και την Ελλάδα για αυτά τα θέματα έχει το Υπουργείο Οικονομικών.
Είναι σαφές, ότι η δραστηριοποίηση της Ουάσιγκτον είναι, και επί της διαδικασίας και επί του περιεχομένου, μεγαλύτερη απ΄ ό,τι γίνεται δημοσίως παραδεκτό. Το ποια η αποτελεσματικότητά της αποτελεσματική, μετά από πέντε χρόνια επαναλαμβανόμενων πλην μη εισακουόμενων συστάσεων προς την ευρωπαϊκή πλευρά, είναι μια άλλη συζήτηση...
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου