Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Το τέλος της εργασίας ήρθε, ζήτω ο "λευκός κινέζος" εργαζόμενος!


Η διττή όψη των μετασχηματισμών που συντελούνται στη χώρα επιδιώκεται να ενδυθεί με ολοένα ευρύτερη συναίνεση με τη διαρκή προβολή και το συνεχές σφυροκόπημα των πλέον ακραίων ιδεολογημάτων. 
(που φορείς τους είναι τόσο η ΝΔ δικαιολογημένα, όσο το ΠΑΣΟΚ και άρτι αφιχθείς ΔΗΜΑΡ του κ. Κουβέλη). Μαθαίνουμε λοιπόν από τους αξιωματούχους της ιδεολογίας αυτής, ότι «η κοινωνία στενάζει γιατί το κράτος επιβάλει την προστασία των προνομιούχων δημοσίων υπαλλήλων που οχυρώνονται πίσω από τη μονιμότητα για να ζουν εις βάρος των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα».

Η ανεργία του 25% στον ιδιωτικό τομέα οφείλεται κοντολογίς στον «εκβιασμό» του 0% του Δημοσίου, κάπως σαν συγκοινωνούντα δοχεία στα οποία η υψηλή στάθμη του ενός παράγεται από την εξαναγκασμένη χαμηλή στάθμη του άλλου. Ενώ παράλληλα μαθαίνουμε ότι ο ιδιωτικός τομέας δεινοπαθεί για να συντηρεί (με τους φόρους) τον «αντιπαραγωγικό» δημόσιο, μιας και ο τελευταίος απομυζά «αντιπαραγωγικά» τους περιορισμένους πόρους από τον υγιή ιδιωτικό τομέα.

Μήπως όμως, προφανώς από κεκτημένη ταχύτητα, γίνονται «υπερβολές» στα «αντιπαρασιτικά» μέτρα; Όπως για παράδειγμα με την ασφυκτική φορολόγηση των συνταξιούχων που είναι κάτω από το όριο επιβίωσης, οι οποίοι απλώς έχουν την «αδυναμία» να ζουν περισσότερο του «αναμενόμενου» «προσδοκώμενου χρόνου ζωής» (Λοβέρδος Υπουργός Υγείας), προφανώς «αντιπαραγωγικά»; 

Ή με εξοντωτικά τέλη που επιβάλλονται επί των θυμάτων της εργοδοτικής αυθαιρεσίας που όντας μισθωτοί δηλώνουν «ελεύθεροι επαγγελματίες» (τα «μπλοκάκια») για να μειωθεί το εργασιακό κόστος; Ή πάλι με την επαπειλούμενη κατάργηση όλων των κοινωνικών επιδομάτων μετά από μια γκεμπελική εκστρατεία κατά της «διαφθοράς», όταν γνωρίζουμε από τα διεθνή στατιστικά δεδομένα ότι στην κοινωνική προστασία υπάρχει ένα αποδεκτό ποσοστό λάθους ή εξαπάτησης της τάξης του 3-5%.

Τελικά, μήπως αυτή η «λάθος» σκληρότητα των μέτρων έχει κάποιον άλλο στόχο, μια απόλυτα ορθολογική επιδίωξη, να καταστρέψει όλη την «άχρηστη» κοινωνική σφαίρα την οποία αδυνατεί να εκμεταλλευτεί αποδοτικά το κεφάλαιο;

Ο πόλεμος κατά των παραπάνω «προνομίων» είναι η συμπλήρωση της καταστροφικής αποδόμησης κάθε κοινωνικής πρόνοιας: είτε των εργασιακών σχέσεων στο Δημόσιο, είτε της ίδιας της εργασίας στον ιδιωτικό. Το «αδύναμο» κράτος της ανύπαρκτης κοινωνικής προστασίας, των διαρκών περικοπών και των μισθών πείνας και το «ισχυρό» κράτος της αναγκαστικής επιβολής της ανεργίας, της φορολογικής αφαίμαξης των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων και της βίαιης καταστολής αποτελούν δυο όψεις του αυτού νομίσματος. Και προκύπτει το «παράδοξο» της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης, η οποία με τα συνδυασμένα χτυπήματα που καταφέρει στην εργασία φαίνεται να απόνομιμοποιείται πλήρως ακόμη και στο στοιχειώδες, την απλή αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης ως βάσης για τη λειτουργία και διευρυμένη αναπαραγωγή της σχέσης του κεφαλαίου.

Στόχος όμως της αναδιάρθρωσης, που δεν είναι τίποτε άλλο από κοινωνικός πόλεμος, είναι να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος συσσώρευσης με διαφορετικό συσχετισμό δύναμης και υψηλές αποδόσεις πάνω στα ερείπια της κοινωνικής ερήμωσης μέσα στην κρίση. Με την εργασία να μετατρέπεται σε απλό εξάρτημα του κεφαλαίου, με υποχώρηση των κοινωνικών δεσμεύσεων του συλλογικού κεφαλαιοκράτη, με διεύρυνση του πεδίου αξιοποίησης των ατομικών κεφαλαίων, με την «επιχειρηματικότητα» και το «ρίσκο» να εκτοπίζουν τα δικαιώματα της εργασίας.

Το κράτος, στην κεντρική αποστολή του να εμφανίζει το συμφέρον του κεφαλαίου ως το συμφέρον όλης της κοινωνίας, βλέπει στις στρατιές των ανέργων τους φορείς της νέας «επιχειρηματικότητας», που ορίζεται πλέον ως η μοναδική πηγή κοινωνικής ευημερίας, στον αιώνα της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας.

Το τέλος της εργασίας δεν διακηρύσσεται απλά, υλοποιείται με μοχλό την αγορά, την ανεργία, την εισοδηματική ανέχεια, την πλήρη απαξίωση κάθε τι δημόσιου και την «θετική» προβολή του νέου ελντοράντο της «επιχειρηματικότητας» του νότου, με το κράτος να στέκεται μπροστά στα κυριαρχούμενα στρώματα ως βασικός μοχλός επιβολής της κοινωνικής επιβολής με ένταση με τις ευλογίες της «υπεύθυνης» ΔΗΜΑΡ που δεν έχει άλλο στόχο από την κοινωνική πειθάρχηση στα νέα πρότυπα κυριαρχίας-υποταγής στην κρίση, τη μαθητεία της Ελληνικής κοινωνίας σε νέα πρότυπα ζωής και αναπαραγωγής, την ενσωμάτωση του φόβου και της ανασφάλειας στην τρέχουσα καθημερινότητα, τη νέα καταστατική κοινωνική εγκράτεια που θα βλέπει στο κεφάλαιο και στην «επιχειρηματικότητα» τη λύση στα κοινωνικά αδιέξοδα: είτε με την ενεργή συμμετοχή στους κυοφορούμενους μετασχηματισμούς από τη σκοπιά του κεφαλαίου, είτε με την παθητική υποταγή μιας εργασίας που θα αποτελεί ένα απλό εξάρτημα του κεφαλαίου.

Υπάρχει λύση;;

Αυτή τη στιγμή προέχει η ανάδειξη της πολιτικής ως πεδίου που συμπυκνώνονται οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί, ως χώρου για την κοινωνική ανατροπή. Και η πολιτική είναι κάτι απείρως πιο σύνθετο και ανεξέλεγκτο από την επίκληση μιας χρηστής φιλολαϊκής διαχείρισης.

Πολιτική δεν είναι να διατείνεσαι ότι θα εμποδίσεις το «ξεπούλημα των ασημικών», της περιουσίας του λαού που θα τα πάρουν οι «ξένοι». Αν δηλαδή πωληθούν ακριβά και τα πάρει το ελληνικό κεφάλαιο υπάρχει θέμα προς συζήτηση;

Πολιτική δεν είναι η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, όταν αυτό δεν συνδέεται χειροπιαστά με την πορεία προς μια κοινωνία στην οποία την πρωτοκαθεδρία έχουν οι κοινωνικές ανάγκες και το βασικό πολιτικό εργαλείο είναι ο κοινωνικός έλεγχος.

Αριστερή πολιτική κατά του Μνημονίου δεν συγκροτείται όταν απλά στιγματίζεται η διαπραγματευτική ανικανότητα της κυβέρνησης (και της ζητιέται να «παραμερίσει» για να αναλάβουν εκείνοι που «γνωρίζουν να διαπραγματεύονται»), αλλά μόνο όταν αποκλείεται η πολιτική διαπραγμάτευση για μνημονιακά μέτρα, και συζητιούνται αποκλειστικά οι όροι αποπληρωμής/αναδιάρθρωσης του δανείου. Ούτε με την επίκληση της «ανάπτυξης», που δεν είναι παρά η αναδιάταξη των ισορροπιών και των συμμαχιών στο εσωτερικό του κυρίαρχου συγκροτήματος.

Ο εσωτερικός πολιτικός συσχετισμός που μπορεί να προκύψει στο άμεσο μέλλον μετά την κατάρρευση της τρικομματικής οπερέτας οφείλει να αναλωθεί για τη δημιουργία ευνοϊκών προϋποθέσεων χειρισμού της δύσκολης ισορροπίας με τους δανειστές και των εσωτερικών αντιφάσεων μέσα στη χώρα, με προεξάρχοντες «ουδέτερους» θεσμούς (βλ. Τράπεζα της Ελλάδος) που δεν είναι τίποτε άλλο από τη «μάσκα» του κεφαλαίου.

Τούτο συνεπάγεται «πόλεμο θέσεων» και όχι γενικά και αόριστα «θυσίες». Ή καλύτερα, μια διαρκή φυγή προς τα εμπρός ως βέλτιστη μέθοδο για να αποφευχθεί η άτακτη υποχώρηση, για να μην υπάρχει «ανάπτυξη» πάνω στον «λευκό κινέζο εργαζόμενο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου