Από τις καταθέσεις και τις αγορές που κάνουν, θέλει να πιάσει τους
φοροφυγάδες το υπουργείο Οικονομικών αλλά στην πράξη, όπως όλα δείχνουν,
κάθε φορολογούμενος πολίτης που του χτυπά για έλεγχο την πόρτα η
εφορία, κινδυνεύει να βρεθεί μπλεγμένος και πρέπει να αποδείξει ο ίδιος
πως… «δεν είναι ελέφαντας».
Με τις οδηγίες που δίνει ο υφυπουργός Οικονομικών Γιώργος Μαυραγάνης
στους εφόρους, η εφορία θα υπολογίζει από μόνη της το καθαρό εισόδημα
του κάθε πολίτη που επιλέγεται για έλεγχο. Αν το ποσό ξεπερνά το
δηλωθέν, θα φορολογεί αγρίως έως και 40% και 45% ως «μη δηλωθέν» το
επιπλέον εισόδημα που η εφορία εκτιμά πως είχε ο φορολογούμενος κάθε
χρονιά.
Πώς θα υπολογίζει η εφορία το εισόδημά μας
Με τις «έμμεσες τεχνικές ελέγχου» οι εφορίες θα φτιάξουν ατομικούς
φακέλους και έναν πίνακα με δύο στήλες, για κάθε ελεγχόμενο
φορολογούμενο, με βάση το ΑΦΜ.
Στη μία στήλη θα προστίθενται τα πάσης φύσεως έσοδα που βλέπει η
εφορία πως είχε ο υπόχρεος («πηγές εσόδων»). Σε αυτά θα προστίθεται και
ό,τι εισπράττει κάποιος από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων.
Στην άλλη στήλη, οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών θα
καταγράφουν όλες τις δαπάνες και τα έξοδα της χρονιάς («αναλώσεις
κεφαλαίων/εσόδων»). Θα προστίθενται και οι αναλήψεις καταθέσεων.
Στο τέλος θα αφαιρείται η διαφορά «ενεργητικού» και «παθητικού». Η
διαφορά μεταξύ στήλης «Αναλώσεις Κεφαλαίων/Εσόδων» και στήλης «Πηγές
Κεφαλαίων/Εσόδων», θεωρείται η «καθαρή θέση» (πόσα κέρδισε) για κάθε
ελεγχόμενο και, εφόσον δεν αιτιολογείται, υπόκειται σε φορολόγηση.
Οι αυξήσεις ή μειώσεις της «Καθαρής Θέσης» κάθε έτους,
αναπροσαρμόζονται με βάση τι δίνει και τι παίρνει κάποιος άνευ
ανταλλάγματος (αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής, προίκας, κέρδη
από τυχερά παίγνια, ανταλλαγές) και τις περιπτώσεις εκποίησης αυτών. Το
βάρος της απόδειξης για τις πιο πάνω περιπτώσεις φέρει ο φορολογούμενος.
Όλα αυτά, μαζί με τις ατομικές και οικογενειακές δαπάνες κάθε είδους,
θα συγκρίνονται με τα δηλωθέντα εισοδήματα. Οι προκύπτουσες διαφορές
θεωρούνται μη δηλούμενο εισόδημα και εφόσον δεν αιτιολογούνται
υπόκεινται σε φορολόγηση.
Το πρόβλημα είναι πως ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της απόδειξης
για τα επιπλέον εισοδήματα που υπολογίζει η εφορία. Ζήτημα είναι και το
πώς θα υπολογίζει η εφορία τις πληρωμές με μετρητά, εφόσον πολλοί
αποφεύγουν –και για φορολογικούς λόγους- να φέρουν τις καταθέσεις τους
ξανά στις τράπεζες.
Τι «βλέπει» η εφορία
Η τεχνική αυτή οδηγεί και σε αναδρομικούς φόρους για όλα τα ανέλεγκτα
έτη, αφού «αναδημιουργεί» το οικονομικό ιστορικό του ελεγχόμενου και
προσδιορίζει φορολογητέο εισόδημα, με βάση όλα τα περιουσιακά στοιχεία
σε Ελλάδα και εξωτερικό, αλλά και όλα τα διαθέσιμα κεφάλαια, ατομικά,
επαγγελματικά και οικογενειακά (σύζυγος, προστατευόμενα μέλη κλπ)!
Η νέα τεχνική προσδιορίζει φορολογητέο εισόδημα παρακολουθώντας την
κίνηση των (διαθεσίμων) κεφαλαίων του φορολογούμενου, είτε με την
κατάθεση αυτών σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς είτε με την ανάλωσή
τους σε διάφορες συναλλαγές με χρήση μετρητών. Αναλύει τις συνολικές
καταθέσεις και τις αγορές και δαπάνες σε μετρητά, τόσο σε επαγγελματικό
όσο και σε οικογενειακό επίπεδο κατά τη διάρκεια της ελεγχόμενης χρήσης
και τα συγκρίνει με τα συνολικά δηλωθέντα έσοδα.
Η εφορία μπορεί να στηρίζεται και σε στοιχεία που παίρνει από
τράπεζες, ΔΕΚΟ κλπ, αλλά και από «πληροφορίες» που φτάνουν στους
ελεγκτές.
Για να αποφύγει τα χειρότερα, ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί
ότι οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του αφορούν μη υποκείμενα σε
φορολογία έσοδα, όπως εκταμιεύσεις δανείων, συμψηφιστικές κινήσεις και
λοιπές πράξεις που δεν αποτελούν καθαρές καταθέσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου