Ο
κόσμος της υπαίθρου αυτές τις ημέρες
βρίσκεται σε ένταση και βαθύτατη ανησυχία
όχι μόνο γιατί μειώνεται το εισόδημά
του, αλλά και γιατί βλέπει να μην
υπηρετούνται οι προοπτικές της αγροτικής
οικονομίας, που ο ίδιος πιστεύει αλλά
και το πολιτικό προσωπικό διαρκώς του
επαναλαμβάνει, ότι μπορεί να αποτελέσει
την ατμομηχανή της οικονομικής και
κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας.
Αποτελεί
κοινή αντίληψη πλέον ότι η υποτίμηση
της αγροτικής δραστηριότητας έχει
οδηγήσει την παραδοσιακά αγροτική
Ελλάδα σε αιμορραγικά εισαγωγική χώρα
τροφίμων και την αγροτική της γη σε
πλήρη εγκατάλειψη. Αρκεί να αναφερθεί
ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου αγροτικών
προϊόντων (κυρίως διατροφικών) ξεπερνά
σήμερα τα 3 δισ. ευρώ, ενώ την ίδια στιγμή
περισσότερα από 5 εκατομμύρια στρέμματα
παραγωγικής γης οδηγούνται σε ερημοποίηση.
Παρά
την οικονομική κρίση που διευρύνει και
οξύνει τα χρόνια προβλήματα της υπαίθρου,
η χώρα μας εξακολουθεί να διατηρεί
ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στην
παραγωγή πρόβειου γάλακτος, ελαιολάδου,
ελιάς, κρόκου, ροδάκινων, πορτοκαλιών,
αρωματικών φυτών και άλλων προϊόντων.
Ομως η υποχρηματοδότηση της αγροτικής
παραγωγής σε συνδυασμό με τη ραγδαία
αύξηση του κόστους πρώτων υλών και
εφοδίων συντελούν στη μείωσή της, που
μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε
επισιτιστική κρίση τη χώρα μας.
Για
να αντιμετωπιστεί η κατάσταση χρειάζεται
ένα εθνικό σχέδιο που θα στοχεύει στην
εφαρμογή κλαδικών πολιτικών, με ιδιαίτερη
προσοχή στην επάρκεια του διατροφικού
τομέα και στην επαναφορά της παραγωγής
παραδοσιακών αγαθών και προϊόντων. Μια
τέτοια πολιτική προϋποθέτει τη σύνταξη
και υλοποίηση ενός ρεαλιστικού αγροτικού
χωροταξικού σχεδίου κατά Περιφέρεια
και Περιφερειακή Ενότητα. Ολοι οι Ελληνες
παραγωγοί ξέρουν τι μπορούν να
καλλιεργήσουν και σε ποια προϊόντα
υπερτερεί η περιοχή τους, αυτό που τους
λείπει είναι η εξειδικευμένη στήριξη.
Ενα εξειδικευμένο, για παράδειγμα,
πρόγραμμα στήριξης του αγροτοδιατροφικού
τομέα, που θα διασφαλίζει την επάρκειά
μας σε τρόφιμα, την ερχόμενη περίοδο
που προβλέπεται ελλειμματική τόσο στην
Ευρώπη όσο και σ' όλο τον κόσμο, απαιτεί:
Την
άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων
προμήθειας εφοδίων και ζωοτροφών για
τη στήριξη των μικροκαλλιεργητών και
κυρίως των κτηνοτρόφων, που αποτελούν
τους βασικούς προμηθευτές διατροφικών
προϊόντων.
Τη
λήψη μέτρων βελτίωσης και εξορθολογισμού
της εμπορικής διαχείρισης των αγροτικών
προϊόντων, για να ελαχιστοποιηθούν το
κόστος και η διαδρομή των προϊόντων από
το χωράφι του παραγωγού στο τραπέζι του
καταναλωτή.
Τη
στήριξη των μεταποιητικών δραστηριοτήτων
του διατροφικού τομέα.
Βασικές
παράμετροι για να προχωρήσει ένα τέτοιο
πρόγραμμα είναι η επίλυση δύο κύριων
προβλημάτων του χώρου, του πιστωτικού
και του συνεργατικού.
Οταν
όμως ο αγρότης βλέπει τον προϋπολογισμό
του 2013 να μειώνει τις δαπάνες του για
τον αγροτικό χώρο κατά 21%, ενώ ταυτόχρονα
αφαιρεί περί τα 2 δισ. ευρώ (δηλαδή τα
2/3 των ενισχύσεων) από το μειούμενο κάθε
χρόνο εισόδημά του, τη γη και την περιουσία
του, μετά τη διάλυση και το ξεπούλημα
της ΑΤΕ, να παραδίδονται στα χέρια της
Τράπεζας Πειραιώς και του εκκαθαριστή,
και την παραγωγή του να γίνεται εργαλείο
πλουτισμού των κυκλωμάτων του χώρου σε
βάρος τόσο του ίδιου όσο και του
καταναλωτή, είναι επόμενο να αντιδρά
και να κινητοποιείται.
Δε μπορούν να λυθούν τα προβλήματα με την
κυβέρνηση απλό παρατηρητή κι ούτε βέβαια
με τα ευχολόγια και τις επικοινωνιακές
πολιτικές της πολιτικής ηγεσίας του
υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και
Τροφίμων.
Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία
29/01/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου