Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Για τη σχέση δημοκρατίας και σοσιαλισμού. Του Ζώη Κάσαρη

Μέρος Α΄
Τον Αύγουστο του 1968 η εισβολή των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία τερμάτισε βίαια το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που είχε ξεκινήσει  να εφαρμόζει, από το Γενάρη του ίδιου έτους η ηγεσία του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος.

 Η σύντομη αυτή περίοδος έμεινε στην ιστορία ως η «Άνοιξη της Πράγας». Θεωρήθηκε ως η πιο σημαντική μεταπολεμικά προσπάθεια – μαζί με την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή την τριετία 1970-1973, για την καθιέρωση ενός σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, ή με μία πιο πολιτική διατύπωση, ενός σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία. 
Η  βίαιη καταστολή του τσεχοσλοβακικού πειράματος οδήγησε στο διχασμό του επίσημου κομμουνιστικού κινήματος της εποχής,  ανάμεσα στους  «δογματικούς» , οι οποίοι ακολουθούσαν την επίσημη γραμμή της Μόσχας και τους «ανανεωτές» οι οποίοι εκκινούσαν από την παραδοχή ότι ο ιστορικός κομμουνισμός του 20ου αιώνα, σε Ανατολή και Δύση, είχε ανάγκη μιας εσωτερικής δημοκρατικής μεταρρύθμισης. Διαφορετικά ήταν ισχυρό το ενδεχόμενο να τον εγκαταλείψουν οι ίδιες εκείνες οι μάζες που υποτίθεται ότι θα τον υλοποιούσαν και να υιοθετήσουν απέναντί του μία στάση μηδενιστικής αδιαφορίας. Οι ανανεωτικοί κομμουνιστές συγκρότησαν αργότερα το λεγόμενο ευρωκομμουνιστικό ρεύμα. Οι θεωρητικοί του ευρωκομμουνισμού κατέβαλαν σημαντική προσπάθεια να διατυπώσουν το επιτακτικό αίτημα νέων πολιτικών μορφών, εκφραστικών μιας νέας σχέσης ανάμεσα στη δημόσια ελευθερία και τις εγγυήσεις των ατομικών ελευθεριών, ανώτερης από εκείνη που συναντάμε στις μοντέρνες αστικές κοινωνίες, καθώς βάση του νέου σοσιαλιστικού πολιτικού υποδείγματος παραμένει η κοινωνικοποίηση των προηγμένων μέσων παραγωγής. Οι θεωρητικοί που συντάσσονταν με την ορθοδοξία απέρριπταν μια  τέτοια δυνατότητα, ως εισαγωγή αστικών ιδεολογημάτων στη μαρξιστική θεωρία. Άλλωστε οι ίδιοι δεν είχαν και ποτέ ιδιαίτερα καλές σχέσεις  με την πολιτική φιλοσοφία. Συνήθως περιορίζονταν στην παράθεση χωρίων από έργα του Λένιν, αποσπασμένων από το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο είχαν γραφτεί, κατά το πως τους εξυπηρετούσε για τις ανάγκες της διαμάχης τους  με τους ανανεωτικούς ή με τους αριστεριστές. Εξάλλου οι «φυσικοί» νόμοι της οικονομικής και ιστορικής εξέλιξης,  κωδικοποιημένοι στο δόγμα της επιστήμης του διαλεκτικού υλισμού – η αυθεντική διατύπωση και ερμηνεία της οποίας συνιστούσαν μονοπώλιο του κόμματος- εγγυόντουσαν την παγκόσμια οριστική επικράτηση του κομμουνισμού. Ωστόσο, οι ορθόδοξοι κομμουνιστές μπορούσαν χαιρέκακα να μέμφονται τους ανανεωτικούς συντρόφους ως «οπορτουνιστές» εξαιτίας  του βασικού πολιτικού προσανατολισμού που υιοθέτησαν τελικά οι ευρωκομμουνιστές. Το πρόταγμα της πάλης για σοσιαλισμό με ελευθερία και δημοκρατία, είχε ερμηνευθεί  από τις κομματικές ηγεσίες ως αναγκαιότητα συμμετοχής σε συμμαχικές κυβερνήσεις με τους σοσιαλδημοκράτες ή ακόμη και με , τμήματα της δημοκρατικής  δεξιάς , χωρίς αμφισβήτηση του αστικού πολιτικού πλαίσιου και χωρίς σαφή πολιτική στόχευση, χωρίς τελικά κάποιο ουσιαστικό διακυβεύμα για το κίνημα της χειραφέτησης των λαϊκών τάξεων. Βέβαια ακόμη και ηγετικά στελέχη που ορκίζονταν στο όνομα του μεγάλου συντρόφου με το μουστάκι, δεν απέφυγαν παρόμοιες πολιτικές επιλογές που είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία συρρίκνωση της επιρροής της πολιτικής Αριστεράς στην Ευρώπη.
Σύντομα όμως ήρθε το 1989  με τις κοσμοϊστορικές εξελίξεις  στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, και οι διαμάχες μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα φάνηκε να χάνουν κάθε σημασία. Στην πάλαι ποτέ Τσεχοσλοβακία η πτώση του σοσιαλιστικού καθεστώτος που συνοδεύτηκε από τη μαζική και ειρηνική συμμετοχή των πολιτών, ονομάστηκε «βελούδινη επανάσταση». Τα αίτημα της δεν ήταν φυσικά ο σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά η δημοκρατία νέτα σκέτα, ως μία μετωνυμία του καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο. Ίσως ρωτήσετε, μα  υπάρχει καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο? Ναι, στη Δανία ας πούμε, αλλά δεν είμαι σίγουρος για πόσο καιρό ακόμα. Σίγουρα πάντως το παράδειγμα της Δανίας δεν  είναι το πλέον κατάλληλο για να συγκρίνει και να περιγράψει κανείς τη θλιβερή κοινωνική πραγματικότητα του υπαρκτού καπιταλισμού στις πρώην ανατολικές χώρες. Οι δημοκράτες μεταρρυθμιστές του 1989 υποσχέθηκαν στους λαούς έναν καταναλωτικό παράδεισο, ο οποίος θα είχε ως συμπλήρωμα του το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η σημερινή Ουγγαρία, με ένα ακροδεξιό κόμμα στην εξουσία  να εφαρμόζει τα προγράμματα  λιτότητας του ΔΝΤ και τους δηλωμένους φασίστες με εκλογικά ποσοστά κοντά στο 20%, αποτελεί μία ειρωνική διάψευση αυτής της υπόσχεσης . Η εξαπάτηση των πλατειών μαζών από τις ελίτ φαίνεται να αποτελεί μία σταθερά  της ανθρώπινης ιστορίας. Όχι ότι οι άνθρωποι της ελίτ δεν τρέφουν κι εκείνοι αυταπάτες, ωστόσο νιώθουν  ευχαριστημένοι μέσα σε μία κατάσταση προνομιακής  κατοχής ισχύος και πλούτου. Θυμηθείτε την υπόσχεση του κοσμοπολίτη πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας- η οποία υποτίθεται ανήκει εδώ και δεκαετίες στη λέσχη των πλούσιων ευρωπαϊκών κρατών- ότι η χώρα θα γίνει Δανία του Νότου. Χάρη στα μνημόνια «σωτηρίας» που έσπευσε να υπογράψει με την τρόικα το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών τάξεων ήδη είναι συγκρίσιμο με εκείνο των πρώην σοσιαλιστικών κρατών της Βαλτικής.
Στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1970 η αντιπαράθεση ανάμεσα στους υποστηρικτές του πολιτικού μοντέλου της Σοβιετικής Ένωσης και τους ευρωκομμουνιστές οδήγησε στην οργανωτική διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος και στη δημιουργία του ΚΚΕ Εσωτερικού, του οποίου η εκλογική επιρροή υπολειπόταν κατά πολύ εκείνης του επίσημου ΚΚΕ. Όμως, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, το ΚΚΕ είχε χάσει από το Πασοκ την πρωτοκαθεδρία  της πολιτικής εκπροσώπησης των έντονα ριζοσπαστικοποιημένων εκείνη την περίοδο εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Το Πασοκ μιλούσε επίσης για σοσιαλισμό, αλλά με πολύ αφηρημένο τρόπο, περιγράφοντας  ως γενικές πολιτικές προϋποθέσεις του «ελληνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό»  τη λαϊκή κυριαρχία, την εθνική ανεξαρτησία και την κοινωνική χειραφέτηση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή ήταν η αλά Πασόκ εκδοχή του αιτήματος για ένα δημοκρατικό σοσιαλισμό. Μόνο που συγκολλητική ουσία αυτής της εκδοχής ήταν ο παπανδρεϊκός λαϊκισμός. Δεν αναφέρομαι εδώ στη σύγχρονη μανδραβέλειο χρήση του όρου ως μαγικής καραμέλας για τη δημιουργία εντυπώσεων,  ως της αγαπημένης κενής περιεχομένου λέξης των κάθε είδους  φιλελεύθερων εκσυγχρονιστών, κάθε φορά που επιδιώκουν να υπονομεύσουν ρητορικά τις προτάσεις της Αριστεράς.  Μιλώ κυρίως για τις σπουδαίες αναλύσεις του Άγγελου Ελεφάντη σχετικά με τον  μικροαστικό χαρακτήρα του «πασοκικού Σοσιαλισμού», τόσο ως προς  τα κυρίαρχα ιδεολογικά του χαρακτηριστικά  όσο και ως προς τα βασικά του κοινωνικά στηρίγματα. Η χαρισματική προσωπικότητα και η αδιαφιλονίκητη αυθεντία του ηγέτη του λειτουργούσαν ενοποιητικά για το Πασοκ, καθώς υπήρξε ένα κόμμα που λόγω του πλουραλισμού των θέσεων αλλά και των συμφερόντων που ήθελε να εκφράζει, διατύπωνε συχνά έναν ασυνάρτητο πολιτικό λόγο. Ο Παπανδρέου μιλούσε στην εργατική τάξη για σοσιαλισμό ενώ ταυτόχρονα έκλεινε το μάτι στα ανερχόμενα τότε μικροαστικά στρώματα για τα οποία είχε έρθει επιτέλους η ώρα να απολαύσουν τα αγαθά του καπιταλισμού. Είναι πολύ εύστοχος νομίζω, εκείνος ο αφορισμός του Ελεφάντη σε ένα άρθρο του στον Πολίτη λίγους μήνες πριν το Πασοκ κερδίσει τις εκλογές του 1981, ότι «από τη σκοπιά του σοσιαλισμού το Πασόκ μας αφήνει παγερά αδιάφορους».
Η συνάντηση των εργαζόμενων μαζών με τις θεωρητικές επεξεργασίες των αριστερών ευρωκομμουνιστών για ένα δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό δεν έγινε ποτέ. Σημειώνουμε απλά εδώ ότι ο δημοκρατικός δρόμος  δεν ταυτίζεται απαραίτητα με το ειρηνικό πέρασμα προς το σοσιαλισμό, αλλά σημαίνει την   επιδίωξη της πιο  πλατιάς δυνατής λαϊκής συμμετοχής για την υπέρβαση του καπιταλισμού. Η κατανόηση της δημοκρατίας ως της πραγματικής  συμμετοχής των λαϊκών μαζών στα κοινά, αποτελεί και την καλύτερη εγγύηση για την επιτυχία του σοσιαλισμού. Μετά το ’89 όμως  ο σοσιαλισμός υποβιβάστηκε ξανά στην κατάσταση της ουτοπίας, μίας χίμαιρας  επικίνδυνης σύμφωνα με τον κυρίαρχο φιλελεύθερο λόγο. Κάθε απόπειρα ιστορικής πραγμάτωσής του οδηγεί μοιραία στον «ολοκληρωτισμό» (άλλη μια κενή περιεχομένου λέξη, κατάλληλη για όσους θέλουν να επιτύχουν μέσω της γλώσσας την ανιστόρητη ταύτιση του ναζιστικού μιλιταριστικού ολέθρου με την πραγματικότητα των πολιτικών διώξεων στην Ανατολική Ευρώπη).  Η μόνη δυνατή  δημοκρατία είναι η αστική δημοκρατία, νοούμενη με την τυπική-διαδικαστική έννοια (καθολική ψήφος, κυβέρνηση της πλειοψηφίας, ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου). Η θεωρητική προσπάθεια, που διαφημίστηκε πολύ από τους σοσιαλδημοκράτες τη δεκαετία του 1990, να συνδυαστούν ξανά το παραδοσιακό σοσιαλιστικό πρόταγμα της ισότητας με την επιδίωξη της αυτοπραγμάτωσης του ατόμου, γνωστή και ως «τρίτος δρόμος» (Αντονι Γκιντενς) πλέον μόνο ειρωνικά σχόλια μπορεί να προκαλέσει. Η σημερινή ανυποληψία  των Μπλαιρ, Ντ’ Αλέμα, Σημίτη και Σία είναι δεδομένη. Οι καθεστωτικοί σοσιαλιστές μετατράπηκαν σε ένθερμους υποστηρικτές του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού ξεπερνώντας, σε ζήλο τους Συντηρητικούς της Δεξιάς. Στη διάρκεια  του εικοσαετούς θριάμβου του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού (1989-2008), η Αριστερά και το Εργατικό Κίνημα περιορίστηκαν κατά κύριο λόγο σε μία μάχη οπισθοφυλακής. Τα κοινωνικά κινήματα προωθώντας μορφές κοινωνικής δικτύωσης, αλληλεγγύης  και άμεσης δράσης, διατήρησαν όλο αυτό το διάστημα  τη φλόγα του αντικαπιταλισμού άσβεστη. Μέχρι που ήρθε η κατάρρευση της LehmanBrothers . Μέσα σε ένα βράδυ απειλήθηκε με κατάρρευση το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, το οποίο διασώθηκε μόνο χάρη σε ένα πακτωλό εκατομμυρίων δημόσιου χρήματος, με απροκάλυπτη δηλαδή παραβίαση όλων των νεοφιλελεύθερων οικονομικών δογμάτων. Η παρέμβαση αυτή δεν ήταν αρκετή για να τερματιστεί η κρίση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, καθώς οι αιτίες της είναι πολύ βαθειές. Έτσι οι ελίτ σε κάθε χώρα υποχρεώθηκαν να προκρίνουν ως λύση την πραγματοποίηση της πιο σφοδρής ταξικής επίθεσης που έχουν δεχθεί μεταπολεμικά οι εργαζόμενοι, με πιο κραυγαλέο παράδειγμα  την μνημονιακή Ελλάδα. Αλλά αυτά είναι μία άλλη ιστορία, ή μάλλον είναι το παρόν μας ως ιστορία, μα θα το αφήσουμε για λίγο στην άκρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου