Ίδιες οι εποχές; Όχι βέβαια. Την τραγική κατάσταση της ανέχειας, της
πείνας και του θανάτου που πέρασε εκείνα τα χρόνια ο ελληνικός λαός,
κυρίως των πόλεων και περισσότερο της Αθήνας, δεν είχε ζήσει ποτέ μέχρι
τότε, αλλά δεν έζησε και μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα τα δύο πρώτα χρόνια της
Κατοχής.
Οι προηγούμενες και οι επόμενες γενιές των χρόνων εκείνων ποτέ δεν
ένιωσαν την αγωνία του τωρινού οικογενειάρχη για το αν θα μπορούσε να
στήσει τσουκάλι κάθε μέρα που ξημέρωνε. Και τι τσουκάλι! Με ανάλαδα
νεροπλύματα μπιζελιών, μαυροφάσουλων, φουλιών, φακής, μπλουγουριού,
λαχανίδας, τσουκνίδας και ύποπτων αγριόχορτων που σκελετωμένες
χορταρούδες μάζευαν από τις αλάνες, τα άφραχτα οικόπεδα και τις παρυφές
της πόλης, της Αθήνας μας.
Με σπάνιες διανομές από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό μερικών δραμιών
οσπρίων, μπιζελιών, σταριού, σταφίδας ή φουντουκιών που μετέφερε με το
Κουρτουλούς και το Τουλού-Μπουνάρ από την Τουρκία ή μερικών δραμιών
μπομποτόψωμου από τους φούρνους, και όχι καθημερινά. Με τη μαύρη αγορά
προσιτή μόνο σε μερικούς. Με τον λαό να πουλά ό,τι είχε και δεν είχε για
να εξασφαλίσει μια μπουκιά στο στόμα των παιδιών του και να
καταλαγιάσει την πείνα του με ξυλοκέρατα (χαρούπια) ή κουκουτσάλευρο
(από τα κουκούτσια τους, που μετατρέπονταν σε μια γλοιώδη
κουκουτσόπιτα!)
Μια Αθήνα που έφθινε! Με τους δεκάδες νεκρούς καθημερινά από την
πείνα στις γωνιές των δρόμων και πάνω από τις σχάρες του σταθμού του
ηλεκτρικού της Ομόνοιας -όπου οι ανέστιοι μαζεύονταν σε σωρούς για να
εξασφαλίσουν λίγη ζέστη- να μεταφέρονται με χειροκίνητα καροτσάκια στα
νεκροταφεία ή που θάβονταν κρυφά, ακόμη και στις αυλές των σπιτιών, για
να μην παραδοθεί το δελτίο τροφίμων τους.
Με μικρά παιδιά αποστεωμένα, με πρησμένες κοιλιές και ένα τενεκεδάκι
στο χέρι να εκλιπαρούν για μια κουταλιά φαΐ με τη θρηνητική φωνή τους:
«Πεινάω, πεινάω καλοί μου ανθρώποι» και άλλους να ψάχνουν τους κάδους
απορριμμάτων έξω από τα πλουσιόσπιτα και τους καταυλισμούς των
κατακτητών για τίποτε αποφάγια και πορτοκαλόφλουδες.
Οι σκύλοι και οι γάτες είχαν εξαφανιστεί από τις αυλές και τους
δρόμους. Ακόμη και οι χελώνες από τις παρυφές και τα γύρω δάση της πόλης
είχαν εξαφανιστεί! Και οι κρεμμύδες, που κρέμαγαν οι νοικοκυρές την
Πρωτοχρονιά έξω από την πόρτα τους! Εκείνος ο χειμώνας του 1941-42 ήταν
από τους χειρότερους των χρόνων εκείνων. Ο χειμώνας εκείνος ήταν που
σταμάτησε και τις ορδές του Χίτλερ έξω από τη Μόσχα. Και η κακομοίρα η
δραχμή μας να τρέχει σε χιλιάδες, σε εκατομμύρια και μετά σε
δισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια. Με μόνη σίγουρη νομισματική μονάδα
πια το στάρι και το λάδι ως ανταλλακτικά μέσα.
Δεν θα σταθώ όμως σε περισσότερα, έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες από
πολλούς που έζησαν και άλλους που έχουν αναλύσει την οικονομική διάσταση
αυτής της τραγικής εποχής.
Θα μας «τελείωνε» η Αθήνα, ίσως και όλη η Ελλάδα, αν δεν αντιδρούσε ο
λαός με τις ΕΑΜικές οργανώσεις του στην αρπακτική βουλιμία των
κατακτητών που άδειαζαν αποθήκες, μαγαζιά και «απαλλοτρίωναν» για τις
ανάγκες των στρατευμάτων και των λαών τους ολόκληρη σχεδόν τη γεωργική,
μεταπρατική και βιομηχανική παραγωγή ή ό,τι είχε απομείνει από αυτή στις
υπάρχουσες συνθήκες.
Πρώτοι ήταν οι κομμουνιστές που δραπέτευαν από τα ξερονήσια της
εξορίας τους του Μεταξά και σε λίγο οι πρωτοπόροι αγωνιστές του ΕΑΜ,
που, παράλληλα με τον απελευθερωτικό αγώνα και από την αρχή, έβαλαν ως
πρώτο και κύριο στόχο τους την οργάνωση του λαού για την επιβίωσή του.
Με στάσεις, απεργίες και μαχητικές διαδηλώσεις σε όλους τους κλάδους
στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και στο κέντρο της πόλης, στις
συνοικίες και στα σχολειά, αξίωνε ο λαός το σταμάτημα της ληστείας από
τους κατακτητές, τη διανομή τροφίμων και την οργάνωση συσσιτίων.
Πέτυχε τη δραστηριοποίηση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, τη διανομή
όσων κρατικών αποθεμάτων δεν είχαν αρπάξει ακόμη οι κατακτητές και την
ίδρυση συσσιτίων σε σχολεία, πανεπιστήμια, δημόσιες υπηρεσίες, γιατρούς,
δικηγόρους, τράπεζες και άλλους τόπους δουλειάς. Ακόμη και τον
περιορισμό του παρακρατήματος της γεωργικής παραγωγής στο 10% και, σε
λίγο, με τις «μάχες της σοδειάς» και τη μη παράδοσή του στους
κατακτητές.
Προπάντων, όμως, ίδρυσε Λαϊκές Επιτροπές κατά κλάδους και την
Παναθηναϊκή Λαϊκή Επιτροπή, επαναλειτούργησε όλους τους συνεταιρισμούς
(πιστωτικούς, γεωργικούς, παραγωγικούς, προμηθευτικούς κ.λπ.) που είχαν
περιπέσει σε αδράνεια από τη μεταξική δικτατορία και τον πόλεμο και
σύστησε νέους, κυρίως προμηθευτικούς, στις πόλεις, ιδιαίτερα στην Αθήνα.
Διαλύθηκε η παλιά Συνομοσπονδία Γεωργικών Συνεταιρισμών και ιδρύθηκε η
Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών.
Σε όλους αυτούς τους οργανισμούς, τόσο στην Ελεύθερη Ελλάδα όσο και
στην κατεχόμενη, πρωτοστατούσαν τίμιοι, φιλότιμοι και δραστήριοι
αγωνιστές με υψηλό αίσθημα ευθύνης για το συμφέρον του τόπου και του
λαού. Αλλά και του αντάρτικου, που σιγά – σιγά άρχισε να φουντώνει και
να δημιουργεί δικούς του μηχανισμούς, όπως την Επιμελητεία του Αντάρτη
(ΕΤΑ), που συνεργάζονταν με τους νόμιμους και παράνομους οργανισμούς και
ενισχύονταν από αυτούς.
Η συγκέντρωση και η ανταλλαγή των προϊόντων τους αναδείχθηκε σε κύριο
μέλημά τους. Στάρι, λάδι, όσπρια, ελιές, μπαμπάκι, υφάσματα, δέρματα,
μετάξι, αλάτι, οινόπνευμα, σπίρτα και άλλα γεωργικά, κτηνοτροφικά,
μεταπρατικά και βιομηχανικά προϊόντα διακινήθηκαν ανταλλακτικά σε
σημαντικές ποσότητες από τους τόπους παραγωγής στους τόπους που τα
στερούνταν. Με καΐκια, αυτοκίνητα, κάρα και ζώα, πότε με άδεια των αρχών
και πότε παράνομα με την προστασία του ΕΛΑΣ και των ΕΑΜικών οργανώσεων.
Μεγάλο ρόλο στις μετακινήσεις αυτές έπαιξε η ΕΑΜική οργάνωση των
σιδηροδρομικών, που μετέφερε βαγόνια ολόκληρα με γεωργικά κυρίως
προϊόντα, που με θυσίες (μάχες της σοδειάς) είχαν κατακρατηθεί και δεν
είχαν παραδοθεί στους κατακτητές.
Η Θεσσαλία έδινε στάρι στη Μυτιλήνη και έπαιρνε λάδι, σαπούνι και
δέρματα. Ο Έβρος σιτηρά, όσπρια και μετάξι στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Η
Αρκαδία, η Ήπειρος και η Ρούμελη τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα στις
γειτονικές περιοχές και έπαιρναν στάρι, καλαμπόκι και όσπρια. Το ίδιο
και η Βοιωτία και η Αχαΐα, που αντάλλασσαν τις πατάτες τους, και το
Λεσίνι και η Κωπαΐδα τα δικά τους προϊόντα.
Στην Αθήνα δραστηριοποιήθηκαν κυρίως οι Λαϊκές Επιτροπές και οι
προμηθευτικοί και καταναλωτικοί συνεταιρισμοί που εξασφάλιζαν τρόφιμα
για τη λειτουργία των συσσιτίων ή τη διανομή τους στα μέλη τους σε
πολύτιμες μικροποσότητες. Όλα σχεδόν τα υπουργεία είχαν τον προμηθευτικό
συνεταιρισμό τους, για τον οποίο η κεντρική διεύθυνση, η Κεντρική
Πανυπαλληλική Επιτροπή, εξασφάλιζε με απεργίες και παραστάσεις τις
απαραίτητες ποσότητες πρώτων υλών και προϊόντων, ακόμη και υφάσματα για
κοστούμια από τα εργοστάσια Λαναρά.
Λειτουργούσαν με υπαλλήλους αποσπασμένους στον συνεταιρισμό του
υπουργείου τους, που πραγματικά έδιναν τον εαυτό τους στο έργο που είχαν
αναλάβει, διακινδυνεύοντας και τη ζωή τους ακόμη ταξιδεύοντας στην
επαρχία. Συστάθηκε επίσης η Επιτροπή Συνεργαζομένων Συνεταιρισμών
Κατανάλωσης που προώθησε την ανταλλαγή βιομηχανικών και μεταπρατικών
προϊόντων από τις πόλεις με γεωργικά από τα χωριά.
Αποδείχθηκαν τόσο χρήσιμοι οι συνεταιρισμοί, ώστε διατηρήθηκαν ακόμη
και μετά την απελευθέρωση, όπως του υπουργείου Ναυτικών, ο οποίος
λειτουργούσε, όπως θυμάμαι, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960
στα υπόγεια του υπουργείου, στην πλατεία Κλαυθμώνος.
Έτσι έσπασε σ’ έναν βαθμό και η μαύρη αγορά, που χτυπήθηκε ακόμη και
με κατασχέσεις και ανοίγματα αποθηκών από τον ΕΛΑΣ της Αθήνας και άμεση
πώληση των εμπορευμάτων από τον μαυραγορίτη σε λογικές τιμές. Η μαύρη
αγορά, που είχε καταστήσει την οδό Σοφοκλέους και την Ευριπίδου κέντρα
και χρηματιστήρια της τότε πανάθλιας δημοσιονομικής μας κατάστασης και
έδειχναν τον τρομερό κατήφορο της δραχμής μας με την άμεση σύνδεσή της
ακόμη και με τις επιτυχίες ή αποτυχίες του Γερμανού στρατάρχη στην
Αφρική, Ρόμελ, με την ιστορική κραυγή «Μπάστα – βάστα Ρόμελ».
Και θυμάμαι πόση χαρά και ανακούφιση δώσαμε στους Βυρωνιώτες και
Παγκρατιώτες όταν, ως ΕΑΜΝίτες (ΕΑΜ Νέων, πριν από την ίδρυση της ΕΠΟΝ)
εντοπίσαμε ένα μεγάλο μαυραγορίτικο φορτηγό κατάφορτο με πατάτες, στη
γέφυρα του Βύρωνα, που με τη βοήθεια του ΕΛΑΣ κατασχέσαμε και πουλήσαμε
στον πεινασμένο λαό.
Η εποχή μας, όπως είπα και στην αρχή, δεν μπορεί να συγκριθεί με την
τοτινή. Όμως, πολλά θα μπορούσαν να διδαχθούν οι σημερινοί του
«Κινήματος της πατάτας», κυρίως για την οργάνωση και λειτουργία του
Κινήματός τους, αν εντρυφούσαν στις αφηγήσεις των τοτινών συνεταιριστών,
στις μελέτες των ειδικών ερευνητών και στα καταστατικά των τότε
συνεταιρισμών. Με τη βοήθεια και αυτού του τρομερού σύγχρονου
επικοινωνιακού μέσου, του Διαδικτύου, θα μπορούσαν να συστηματοποιήσουν
πιο ενεργητικά και αποτελεσματικά την αυτοοργάνωσή τους σε όλους τους
παραγωγικούς τομείς.
Μάρτης 2012
του Μάνου Ιωαννίδη*
* Ο Μ. Ιωαννίδης είναι συνταξιούχος δικηγόρος. Υπήρξε κατά την Κατοχή
καπετάνιος του λόχου ΕΛΑΣ Βύρωνα Αθηνών, φοίτησε στη Σχολή Αξιωματικών
του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ στο βουνό, ονομάστηκε ανθυπολοχαγός και στη συνέχεια
τοποθετήθηκε επιτελής του Προτύπου Τάγματος της Α’ Ταξιαρχίας Αθηνών που
έδρευε στην Καισαριανή. Eίναι συγγραφέας του βιβλίου «Φάκελος Νο 9745/Β
– Στα χρόνια του Μεγάλου Αγώνα» (Έκδ. Μέδουσα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου