Τροποποίηση
του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος
περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών, ιδιοκτητών ΜΜΕ και
άλλων κατηγοριών προσώπων»
Άρθρο 1
Μετά την περίπτωση ιστ΄ του
άρθρου 1 του ν. 3213/2003, προστίθεται περίπτωση ιζ΄ ως ακολούθως:
«ιζ΄.
Επίσης, δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων, των τέκνων τους
και των αδελφών τους υποβάλλουν όσοι διετέλεσαν από το έτος 1974 και εντεύθεν Πρωθυπουργοί,
Αρχηγοί πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται ή εκπροσωπήθηκαν στο ελληνικό
κοινοβούλιο, Υπουργοί, αναπληρωτές Υπουργοί και Υφυπουργοί κυβερνήσεων, από το
έτος ανάληψης των καθηκόντων τους και για κάθε έτος έως και το έτος 2010, κατά
παρέκκλιση της παρ. 2 του άρθρου αυτού. Σε περίπτωση που τα ανωτέρω υπόχρεα
πρόσωπα έχουν αποβιώσει, την ανωτέρω υποχρέωση έχουν οι νόμιμοι κληρονόμοι
τους. Οι ανωτέρω δηλώσεις υποβάλλονται από τους υπόχρεους στην Επιτροπή του
άρθρου 21 του ν. 3023/2002 εντός προθεσμίας 120 ημερών από τη θέση του παρόντος
σε ισχύ».
Άρθρο 2
Η παράγραφος 2 του άρθρου 2 του
ν. 3213/2003, αντικαθίσταται
ως εξής:
«2α. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στην παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου συντάσσονται σε ειδικό έντυπο, το οποίο υπόκειται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων, που εγκαθίσταται για το σκοπό αυτό. Μετά την ηλεκτρονική επεξεργασία, πρέπει να προκύπτει ευκρινώς το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και η αξία τους ανά κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, και, ιδίως, α) η συνολική αξία των ακινήτων, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάσεις περί φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων, β) το συνολικό ποσό σε ευρώ (€) των κάθε μορφής καταθέσεων που διατηρούνται σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, γ) η συνολική αξία των μετοχών, μεριδίων ή συμμετοχών σε ημεδαπά και αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, των ομολόγων και λοιπών χρεωστικών τίτλων κάθε είδους, των μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και των παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων κάθε είδους, και εν γένει οποιουδήποτε άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου, δ) η συνολική αξία των πλωτών και εναέριων μεταφορικών μέσων, των κάθε χρήσης οχημάτων, καθώς και οποιουδήποτε κινητού πράγματος του οποίου η αξία υπερβαίνει το ποσό των 10.000 €.
β. Το περιεχόμενο του ειδικού εντύπου των δηλώσεων, αναφορικά με τον τρόπο αναλυτικής παράθεσης των περιουσιακών στοιχειών για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄, καθώς και ιζ΄ της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. Το αντίστοιχο περιεχόμενο του ειδικού εντύπου των δηλώσεων, για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα, καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Άρθρο 3
Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του
ν. 3213/2003, όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 56 παρ. 1 Ν.3979/2011, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Οι
δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1
του παρόντος αναρτώνται στο διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου
της Επιτροπής του άρθρου 21 του ν. 3023/2002 (Α` 146), όπως ισχύει, ο οποίος
καθορίζει τη μορφή, τον τύπο, τη χρονική διάρκεια της ανάρτησης και κάθε άλλη
αναγκαία λεπτομέρεια. Η δημοσίευση στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης των δηλώσεων
περιουσιακής κατάστασης που υποβάλλουν τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 1
παρ. 1 επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το κείμενο
τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επιτρεπτή η επιλεκτική δημοσιοποίηση ονομαστικών στοιχείων».
Άρθρο 4
Στο άρθρο 2 του ν. 3213/2003 προστίθεται παράγραφος 5 ως
ακολούθως:
«5. α) Οι
υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης της παρ. 1 του άρθρου 1 δύνανται
κατά την υποβολή της ή μέσα στην προθεσμία αυτής να συνυποβάλουν ειδική δήλωση
του εξής περιεχομένου:
«Παραιτούμαι
ρητώς και ανεκκλήτως υπέρ του ελληνικού Δημοσίου από κάθε ενοχικό ή εμπράγματο
δικαίωμά μου επί οποιουδήποτε ακινήτου ή κινητού πράγματος ή οποιουδήποτε
χρηματικού ποσού ή άυλου τίτλου ή οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου,
όπως ενδεικτικώς αναφέρεται και θεωρείται κατά την παράγραφο 1α του
άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αν για οποιονδήποτε λόγο η καταγραφή του δικαιώματος
αυτού στην υποβληθείσα ή συνυποβαλλόμενη δήλωση περιουσιακής μου κατάστασης
κατά τα άρθρα 1 και 2 του ν. 3213/2003 έχει παραλειφθεί. Η παραίτησή μου αυτή
ισχύει για όλα τα εν λόγω περιουσιακά μου στοιχεία, είτε αυτά βρίσκονται στην
Ελλάδα είτε στην αλλοδαπή, ακόμη και αν τα εξ αυτών δικαιώματα ασκούνται από
τρίτον, εξουσιοδοτημένο ή μη να τα ασκεί στο όνομά του ή στο όνομά μου. Η
παραίτησή μου αυτή ισχύει ως δήλωση μεταβίβασης των παραπάνω δικαιωμάτων μου
προς το Δημόσιο».
β) Η
απόκτηση από το ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας ή των λοιπών δικαιωμάτων του
κατά τα άνω παραιτουμένου ολοκληρώνεται με πράξη αποδοχής του Υπουργού
Οικονομικών και με τη δημοσίευση της πράξης αυτής στην Εφημερίδα της
Κυβέρνησης, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη διατύπωση ή δήλωση, πλην της
καταχώρισης της παραίτησης και της πράξης του Υπουργού σε δημόσια βιβλία, όπου
αυτό απαιτείται. Ως προς τα ενοχικά δικαιώματα απαιτείται αναγγελία στον
οφειλέτη.
γ) Η
παραπάνω πράξη του Υπουργού και οι σχετικές δημοσιεύσεις διενεργούνται μέσα σε
τρεις μήνες από την ημέρα κατά την οποία γνωστοποιούνται στον Υπουργό με
οποιονδήποτε τρόπο τα παραλειφθέντα περιουσιακά στοιχεία ή κατά την οποία ο
Υπουργός ενημερώνεται αποδεδειγμένα με άλλον τρόπο για την παράλειψη. Από τη
γνωστοποίηση ή ενημέρωση του Υπουργού για νέες παραλείψεις τρέχει νέα τρίμηνη
προθεσμία. Η εκπρόθεσμη διενέργεια των πράξεων του Υπουργού δεν αίρει την
εγκυρότητά τους, αλλά συνιστά παράβαση καθήκοντος. Η πράξη αποδοχής του
Υπουργού, όταν πρόκειται για ενοχικά δικαιώματα, για τα οποία δεν ισχύει η αρχή
της ειδικότητας, μπορεί να γίνει και πριν από την ως άνω ενημέρωση και να αφορά
και αβέβαιες απαιτήσεις ή σύνολο απαιτήσεων, οπότε η απόκτηση του ενοχικού
δικαιώματος θα τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ύπαρξης και του
προσδιορισμού του ποσού των απαιτήσεων.
δ)
Πιστωτικά ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, στα οποία οι παραιτούμενοι
έχουν καταθέσεις οποιασδήποτε μορφής, από τη στιγμή που θα ενημερωθούν από το
ελληνικό Δημόσιο ότι στη δήλωση των παραιτουμένων δεν περιλαμβάνονται οι
καταθέσεις αυτές ή όλες οι καταθέσεις αυτές, θα αναγνωρίζουν ως δικαιούχο των
παραλειφθεισών καταθέσεων το ελληνικό Δημόσιο, εφόσον τούτο έχει προβεί στην
αντίστοιχη πράξη αποδοχής, με συνέπεια να μην υφίσταται το τραπεζικό απόρρητο
έναντι του κατά τα άνω δικαιούχου ελληνικού Δημοσίου.
Για τη
μεταβίβαση των παραπάνω δικαιωμάτων στο Δημόσιο δεν οφείλεται φόρος, τέλος ή
εισφορά υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή οποιουδήποτε
τρίτου και όλες οι πράξεις ή καταχωρίσεις γίνονται ατελώς από τους αρμοδίους.
ε) Εάν για
οποιαδήποτε νομική ή πραγματική αιτία δεν καταστεί δυνατή η μεταβίβαση εντός
της ανωτέρω προθεσμίας, ο Υπουργός Οικονομικών με πράξη του καταλογίζει υπέρ
του Δημοσίου στον ελεγχόμενο χρηματικό ποσό ίσης αξίας με το μη δηλωθέν
περιουσιακό στοιχείο. Η αξία του περιουσιακού στοιχείου για τους σκοπούς του
ανωτέρω καταλογισμού προσδιορίζεται από το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών εντός
προθεσμίας ενός μηνός από την προς τούτο αίτηση του Υπουργού Οικονομικών. Η
ανωτέρω πράξη του Υπουργού Οικονομικών είναι αμέσως εκτελεστή κατά του υπόχρεου
και η είσπραξη του καταλογισθέντος ποσού γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του
Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ).
στ) Το
Δημόσιο οφείλει να ειδοποιήσει το συντομότερο δυνατό για την παράλειψή του τον
παραιτηθέντα, ο οποίος εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ειδοποίηση αυτή
δύναται, μόνο στην περίπτωση που αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευσή του και ότι
δεν γνώριζε και δεν μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη του περιουσιακού του
στοιχείου, να προσφύγει στα αρμόδια Δικαστήρια για την αναστολή ή ακύρωση της
σχετικής μεταβίβασης των δικαιωμάτων του στο Δημόσιο, ή της πράξης καταλογισμού
εις βάρος του ποσού ίσης αξίας προς το μη δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο. Η
αναστολή επιτρέπεται μόνο αν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ανεπανόρθωτης υλικής
βλάβης τους παραιτηθέντος. Την εκδίκαση αίτησης ακύρωσης ή αναστολής το αρμόδιο
Δικαστήριο προσδιορίζει εντός τριών μηνών από την κατάθεση του δικογράφου.
Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται.
ζ) Οι
ειδικές δηλώσεις των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ και
ιζ΄ της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου συντάσσονται σε ειδικό έντυπο το
περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. Το
αντίστοιχο περιεχόμενο του εντύπου της ειδικής δήλωσης για τα λοιπά υπόχρεα
πρόσωπα καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών,
Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης,
Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
η) Για την
εφαρμογή του παρόντος νόμου, κατά παρέκκλιση της ισχύουσας νομοθεσίας,
κάμπτεται οποιοδήποτε επαγγελματικό απόρρητο, ενώ είναι ανίσχυρες και δεν
παράγουν έννομες συνέπειες οποιεσδήποτε συμβατικές ή νόμιμες υποχρεώσεις
εχεμύθειας ή εμπιστευτικότητας οποιουδήποτε έναντι του υπόχρεου, οι οποίες
αφορούν σε μη δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία του.
Άρθρο 5
Μετά το τελευταίο (τρίτο) εδάφιο της παραγράφου 4 του
άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως
είχε τροποποιηθεί με το άρθρ.4 Ν.3327/2005 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9
παρ. 4 Ν.3932/2011, προστίθενται τέταρτο και πέμπτο εδάφιο ως εξής:
«Αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της
περίπτωσης α΄ της παρ. 5 του άρθρου 2, συντάσσεται
σχετική έκθεση, η οποία αποστέλλεται στον Υπουργό Οικονομικών. Εφόσον
διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της
Επιτροπής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 ή φορολογικής ή άλλης αρχής, η έκθεση
αποστέλλεται και στην αρχή αυτή».
Άρθρο 6
Στο τέλος του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 προστίθεται νέα
παράγραφος 7 ως ακολούθως:
«7. Τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 του ν.
3691/2008 πρόσωπα έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν αμελλητί τις αρμόδιες
επιτροπές του παρόντος άρθρου όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή
υποψίες ότι διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή
επιχειρήθηκε να διαπραχθεί οποιαδήποτε παράβαση των υποχρεώσεων των ελεγχόμενων
που απορρέουν από τον παρόντα νόμο ή τις κατ΄ εξουσιοδότηση αυτού υπουργικές
αποφάσεις.»
Άρθρο 7
Στο άρθρο 6 του ν. 3213/2003 προστίθενται νέες παράγραφοι
4 και 5 ως ακολούθως:
«4. Τρίτος ο οποίος εν γνώσει
του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης
περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με
χρηματική ποινή.
5. Τα φυσικά πρόσωπα και οι
υπάλληλοι των νομικών προσώπων του
άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης
της παρ. 7 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.»
Άρθρο 8
Η περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται
ως ακολούθως:
«β. Τα περιουσιακά στοιχεία που δεν δηλώθηκαν στην
περίπτωση κάποιου από τα αδικήματα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6, και
εφόσον δεν έχει προηγηθεί εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 2, δημεύονται με την
καταδικαστική απόφαση, εκτός αν ο υπαίτιος αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευση
τους.»
Αθήνα, 20 Φεβρουαρίου 2012
Οι προτείνοντες Βουλευτές
Απόστολος
Κακλαμάνης Β
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου