Ελλάδα,
η χώρα που «γέννησε» το θέατρο, τη φιλοσοφία, τη δημοκρατία, τους
πρωταθλητές χειμώνα και τα τασάκια που διαφημίζουν βουλκανιζατέρ.
Τίποτα, βέβαια, στην μακραίωνη ιστορία του χιλιόπαθου τόπου δεν ξεπερνά
σε λάμψη τις ιδιότυπες οικονομικές «παραδόσεις» που η μικρή χώρα των
Βαλκανίων συντηρεί από την ίδρυσή της ως επίσημο και ανεξάρτητο κράτος.
KΕΙΜΕΝΟ – ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Αντώνης Ντινιακός, Γιάννης Ανδρουλιδάκης
ΕΙΚΟΓΡΑΦΗΣΗ: ΡΙΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ
Παραδόσεις που τη θέλουν να δανείζεται μεγάλα ποσά με τσιμπημένους
τόκους από ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες και να τα χρησιμοποιεί κατά κανόνα
επιστρέφοντάς τους τα άμεσα, προκειμένου να αγοράσει διάφορα καλούδια
από τη μητέρα Δύση –οκ, πρωτίστως όπλα. Η συνέχιση αυτής της παράδοσης,
που συνήθως συνοδεύεται από την υποθήκευση του μέλλοντος της χώρας,
οφείλεται πιθανόν σε κάποια εμμονή με τα ήθη και τα έθιμα. Κανένας άλλος
λόγος δε μπορεί να δικαιολογήσει τα χρήματα που σκορπά σε αγορές
οπλικών συστημάτων από τους δανειστές του, ένα κράτος που τα σύνορά του
δεν έχουν μειωθεί από το 1922 και δεν έχει δεχθεί καμία επίθεση στο
έδαφός του από το 1944 που απελευθερώθηκε από τους ναζιστές.
Ας κάνουμε, όμως, ένα σύντομο flash back: Σύμφωνα με τη διπλωματική
ιστορία, δύο ημερομηνίες ερίζουν για τη διεκδίκηση της επετείου ίδρυσης
του ελληνικού κράτους. Εμείς οι Ελληνες, το ιδρύσαμε την 1η Μαΐου του
1827, κατά τη διάρκεια της Δ’ Εθνοσυνέλευσης που πραγματοποιήθηκε στην
Τροιζήνα. Οι άλλοι, δηλαδή οι μεγαλύτερες δυνάμεις της Ευρώπης, δεν μας
αναγνώρισαν παρά στις 3 Φεβρουαρίου του 1830, ημερομηνία που αποτελεί
και τη διεθνή ληξιαρχική πράξη γέννησης της χώρας ως διοικητική μορφή.
Δε λείπουν ωστόσο και εκείνοι που παρατηρούν ότι η γέννηση ή έστω η
σύλληψη του ελληνικού κράτους, ανάγεται στις 30 Νοεμβρίου του 1823. Τότε
με τη διοικητική μορφή του ελληνικού κράτους ανύπαρκτη ακόμα, συνάφθηκε το πρώτο μεγάλο δάνειο της
Ελλάδας. Όμιλος Βρετανών τραπεζιτών χορήγησε -με το αζημίωτο και υψηλό
τόκο- πίστωση 800.000 λιρών προς την Ελλάδα, δηλαδή προς την ηγεσία της
επανάστασης. Το μεγαλύτερο τμήμα αυτών των χρημάτων δόθηκε για την αγορά
πολεμοφοδίων και ένα μικρότερο για τις άμεσες υλικές ανάγκες των
επαναστατημένων περιοχών.
Οι πρώτες χρεοκοπίες
Θα χρειαστούν όχι περισσότερα από τέσσερα χρόνια για να γνωρίσει το
-άτυπο ακόμα- ελληνικό κράτος την πρώτη του χρεοκοπία. Ο πρώτος
κυβερνήτης της χώρας Ιωάννης Καποδίστριας θα
ζητήσει νέο δάνειο για εξοφλήσει τους τόκους των προηγούμενων (άλλη μια
συνήθεια που καθιερώθηκε), ωστόσο αυτή τη φορά οι Βρετανοί τραπεζίτες
θα το αρνηθούν, ενοχλημένοι ίσως από τη ρωσόφιλη πολιτική του. Τότε
αυτός θα κηρύξει την πρώτη ελληνική πτώχευση, συνάπτοντας αναγκαστικό
εσωτερικό δάνειο. Τρία μεγάλα δάνεια και μία πτώχευση μέχρι το 1827,
πρέπει να αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ για ένα κράτος που ακόμα δεν έχει
ιδρυθεί.
O Καποδίστριας κέρδισε μια σπουδαία θέση στην ελληνική ιστορία για
εκείνη του τη θητεία, που τερματίστηκε άδοξα με τη δολοφονία του από ένα
μέλος της μανιάτικης μαφίας, αλλά όχι τόσο σπουδαία όσο εκείνη του
Χαρίλαου Τρικούπη που 66 χρόνια αργότερα (1893) θα ανακοινώσει
πανηγυρικά τη δεύτερη μεγάλη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους μέσα στη
Βουλή, με την ιστορικήφράση «Δυστυχώς επτωχεύσαμε».
Τρία μεγάλα δάνεια και μία πτώχευση μέχρι το 1827, πρέπει να αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ για ένα κράτος που ακόμα δεν έχει ιδρυθεί.
«Η χρεοκοπία επί κυβερνήσεως Τρικούπη διαφέρει…», λέει σήμερα ο Θάνος
Βερέμης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του
Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Πολιτική Ιστορία της νεότερης
Ελλάδας. «Τα πρώτα βρετανικά δάνεια, έπειτα από τον αγώνα της
απελευθερώσεως, ξοδεύθηκαν στις εμφυλιακές συγκρούσεις που ακολούθησαν
την επανάσταση του 1821, σε ένα ρευστό και ασταθές περιβάλλον.
Ουσιαστικά το ελληνικό κράτος δεν υπήρχε ακόμη. Αντιθέτως, η χρεοκοπία
επί Χαριλάου Τρικούπη είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Διότι ναι μεν
υπήρξε και τότε υπερδανεισμός, όμως εκείνα τα δάνεια κατέληξαν σε έργα
υποδομής. Δεν ήταν χαμένα λεφτά, κάθε άλλο, μπορώ να πω ότι επρόκειτο
για την καλύτερη τοποθέτηση δανείων στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Επωφελήθηκε ο ελληνικός λαός -για παράδειγμα τότε δημιουργήθηκαν οι
σιδηρόδρομοι, που υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Ήταν μια χρεοκοπία που
απέδωσε –η Ελλάδα εμφανίστηκε ισχυρότερη στα χρόνια που ακολούθησαν».
Η αλήθεια είναι πως, «καλές» ή «κακές», οι χρεοκοπίες στην Ελλάδα
φαντάζουν «προνόμιο» των εκσυγχρονιστών πολιτικών της ιστορικά. Αυτοί
συνηθίζουν να συνάπτουν λεόντειες συμβάσεις με διεθνείς τραπεζικούς
οίκους, προκειμένου να επιδοτούν καταβροχθιστικά το ελληνικό κεφάλαιο,
το οποίο με τη σειρά του διακατέχεται από το «σύνδρομο της Μαρίας
Αντουανέτας» και θεωρεί τη φορολόγηση μια διαδικασία αντίθετη με τις
συνήθειες του.
«Δεν θεωρώ ότι υπήρξε ή υπάρχει κάποια ”μεγάλη παράδοση στην Ελλάδα” ή
”συνήθεια της ελληνικής αστικής τάξης” για ”αλόγιστο δανεισμό”»
αντιλέγει ο Γιάννης Μηλιός, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο
Πολυτεχνείο της Αθήνας, διευθυντής του περιοδικού «Θέσεις», μέλος της
Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ και επί μακρόν επικεφαλής του οικονομικού
επιτελείου του. «Ο δανεισμός είναι το καύσιμο που κινεί τον καπιταλισμό
γενικά, και αυτό δεν αφορά μόνο, ούτε κυρίως, τον Δημόσιο Τομέα. Ο
ιδιωτικός τομέας συναλλάσσεται πρωτευόντως με υποσχετικές, ”προεξοφλεί
το μέλλον” πληρώνοντας σήμερα με τα μελλοντικά έσοδα που θα του αποφέρει
η επιχειρηματική του δραστηριότητα, δηλαδή η απόσπαση υπεραξίας από
τους μισθωτούς που απασχολεί».
Και συνεχίζει, επιμερίζοντας τις ευθύνες: «Ο δανεισμός θέλει πάντα
δύο, όπως το τανγκό: Τον καπιταλιστή του χρήματος, τον δανειστή,
τραπεζίτη ή άλλον, και τον δανειζόμενο. Ο δανεισμός εμφανίζεται ως
”αλόγιστος” μόνο όταν τα πράγματα ”στραβώσουν”, όταν υπάρξει αθέτηση
δανειακών υποχρεώσεων, χρεοστάσιο. Τότε όμως, η ευθύνη θα πρέπει από
πρώτη ματιά να θεωρηθεί κοινή, όχι μόνο αυτού που πήρε τα χρήματα, αλλά
και αυτού που τα έδωσε, του επαγγελματία δανειστή, που ”αξιολογεί” τις
αγορές και τους υποψήφιους πελάτες του. Εντούτοις, αν ψάξουμε τα
πράγματα πίσω από την επιφάνεια, θα δούμε ότι όλα σχεδόν τα χρεοστάσια
κρατών σε καιρό ειρήνης έλαβαν χώρα σε συγκυρίες διεθνών οικονομικών και
χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Το λάθος των ”ειδικών” (δηλαδή των
δανειστών) και των δανειζόμενων είναι ότι ποτέ δεν φαντάζονται τις
οικονομικές κρίσεις, και στις ”καλές μέρες” προβλέπουν ότι θα έρθουν
”ακόμα καλύτερες”.
ΧΡΕΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Από τον 19ο αιώνα έως και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
Η Γερμανία (Πρωσία) έκανε χρεοστάσιο το 1807, 1813, 1932 και 1939. Η Ισπανία το 1809, 1820, 1831, 1834, 1851, 1867, 1872, 1882, 1936, 1937, 1938, 1939. Η Αυστρία το 1868, 1914, 1932, η Πορτογαλία το 1828, 1837, 1841, 1845, 1952, 1890, ενώ η Γαλλία είχε την τιμητική της τον 18ο αιώνα, το 1701, το 1715, το 1770, το 1788 και το 1812».
Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση και το 1932 οδηγείται σε νέα χρεοκοπία,
η οποία οφείλεται στην αδυναμία του άλλου μεγάλου τοτέμ της ελληνικής
πολιτικής, του Ελευθερίου Βενιζέλου, να κατανοήσει τις συνέπειες του
κραχ του 1929 και να επιμείνει στην πρόσδεση της ελληνικής δραχμής στο
νόμο του χρυσού και τη βρετανική στερλίνα. Ο ιστορικός Θάνος Βερέμης σημειώνει:
«Η χρεοκοπία επί Ελευθερίου Βενιζέλου και Παναγή Τσαλδάρη, ανάγκασε την
Ελλάδα να στραφεί στην εσωτερική αγορά, ενώ παράλληλα οδήγησε στην
ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας –ούτε αυτή ήταν μια καταστροφική
χρεοκοπία για τη χώρα. Δεν την αισθάνθηκε τόσο ο λαός –ουσιαστικά
επλήγησαν περισσότερο όσοι άνηκαν στην αστική τάξη. Ο απλός κόσμος στην
ύπαιθρο δεν αντιλαμβανόταν τι εστί κρίση κι αυτό διότι ήταν αυτάρκεις.
Είχαν τα ζώα, τα χωράφια τους, δεν άλλαξε δραματικά κάτι γι’ αυτούς
–προβλήματα ουσιαστικά αντιμετώπισαν όσοι συναλλάσσονταν ελληνικά
ομόλογα και οι αστοί που δεν ήταν ασφαλώς όσοι είναι σήμερα. Η Ελλάδα
εκείνα τα χρόνια ήταν μια ευάλωτη οικονομία με μικρή παραγωγή και χωρίς
βαριά βιομηχανία –μια αγροτική χώρα με λιγοστές εξαγωγές, κυρίως σταφίδα
και καπνό και χωρίς τουρισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε αργότερα για να
συμπληρώσει τα κενά του προϋπολογισμού. Προσπαθούσε να επιβιώσει
βασιζόμενη σε όσα λιγοστά διέθετε συν τα εμβάσματα κάποιων
μεγαλοκεφαλαιούχων Ελλήνων του εξωτερικού όπως ο Συγγρός και άλλοι. Αυτή
είναι η εικόνα της εποχής. Σήμερα ελλείψει εθνικών ευεργετών κι επειδή ο
αστικός πληθυσμός της χώρας έχει αυξηθεί -την ώρα η ελληνική ύπαιθρος
έχει συρρικνωθεί δραματικά- η κοινωνία βιώνει πολύ πιο επώδυνα την
οικονομική κρίση».
Η Ελλάδα μετά τον μεγάλο πόλεμο
Βρετανοί και Αμερικανοί είχαν διαδοχικά μια πρώτη ευκαιρία να
συναντηθούν με τις παραδόσεις του ελληνικού οικονομικού κατεστημένου,
κατά τη δεκαετία του 1940, όταν χρηματοδότησαν τον εμφύλιο πόλεμο
ενάντια στους πολυπληθείς κομμουνιστές. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ εγκατέλειψε,
βέβαια, απελπισμένος την προσπάθεια να βγάλει άκρη με τους Έλληνες και
οι ΗΠΑ πήραν τη θέση του εισάγοντας μέσα από την Ελλάδα το περίφημο «Πρόγραμμα Βοήθειας Μάρσαλ»,
που περιλάμβανε τη χρηματοδότηση ευρωπαϊκών χωρών για να μην περάσουν
στην κομμουνιστική επιρροή. Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ παρακολούθησαν για
αρκετούς μήνες τη χρηματοδότησή τους να ξοδεύεται σε πάρτι της καλής
κοινωνίας και προίκες γάμων και τους κομμουνιστές να βαδίζουν από
επιτυχία σε επιτυχία εξορμώντας από τα βουνά, μέχρι που αποφάσισαν να
τοποθετήσουν μια απολύτως ελεγχόμενη διοίκηση που ολοκλήρωσε νικηφόρα
τον πόλεμο.
Ο ανταποκριτής της Christian Science Monitor στην Αθήνα, κάνει λόγο
για μια συμμορία που «κραυγάζει όλη μέρα υπέρ της πατρίδας (…) αλλά δεν
καταδέχεται να πληρώσει φόρους και διατηρεί το σύνολο των καταθέσεων της
στη Νέα Υόρκη, την Ελβετία και την Αίγυπτο»
Ωστόσο, ούτε η ήττα των κομμουνιστών θα αλλάξει τις συνήθειες της
ελληνικής αστικής τάξης. Τη δεκαετία του ’50, οι ανταποκρίσεις των
αμερικανών δημοσιογράφων από την Αθήνα κάνουν λόγο για ένα κλαν 5.000
ανθρώπων, βιομήχανων, εισαγωγέων και πολιτικών που μοιράζονται τη διεθνή
χρηματοδότηση της Ελλάδας, φθάνοντας στο σημείο να χρησιμοποιούν τα
καύσιμα που αποστέλλονται για τις αγροτικές μηχανές ως βενζίνη στα
αμάξια τους. Ο ανταποκριτής της Christian Science Monitor στην Αθήνα,
Joseph Harrison κάνει λόγο για μια συμμορία που «κραυγάζει όλη μέρα υπέρ
της πατρίδας και της σωτηρίας της, αλλά δεν καταδέχεται να πληρώσει
φόρους και διατηρεί το σύνολο των καταθέσεων της στη Νέα Υόρκη, την
Ελβετία και την Αίγυπτο» -πρόταση που θα μπορούσε να είχε δραπετεύσει
μέσα από το 2015, αν το τραπεζικό σύστημα της Αιγύπτου δεν είχε στο
μεταξύ καταρρεύσει.
Στην οκταετία διακυβέρνησης της Ελλάδας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή
(1955-1963), πολιτικού που θεωρείται από πολλούς ο σημαντικότερος στην
Ελλάδα, πάνω από τον Καποδίστρια και τον Χαρίλαο Τρικούπη, η κατάσταση
θα εκτραχυνθεί. Το πιστωτικό σύστημα θα αρχίσει να μοιράζει αφειδώς
χρήματα, κυρίως σε εργολάβους κατασκευών, οι οποίοι θα πλουτίσουν
απότομα μέσω προσεκτικών κακοτεχνιών και θα μεταφέρουν το κέρδος τους
εκτός Ελλάδας, ως είθισται. Τα αποτελέσματα του έργου τους παραμένουν
ακόμα εμφανή: τόνοι αντιπαραγωγικού τσιμέντου στην Αθήνα και ένα οδικό
δίκτυο χωρίς ποιότητα και χωρίς λογική. Στο μεταξύ, δύο μήνες έπειτα από
το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών (1967-1974), ο αυτοεξόριστος στο
Παρίσι, Κωνσταντίνος Καραμανλής, θα γράψει απευθυνόμενος στον χουντικό
πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Κόλλια:
«(…) Δεν αμφιβάλλω ότι οι πρωτοστατήσαντες εις την εκτροπήν
εκινήθησαν με αγαθάς προθέσεις (το αν, καλώς ή κακώς, εξετίμησαν τους
κινδύνους οι οποίοι κατά τη γνώμη τους ηπείλουν το Εθνος, θα κριθεί από
την Ιστορίαν)… Δεν γνωρίζω ούτε τας προθέσεις ούτε τας δυνατότητας της
επαναστατικής Κυβερνήσεως. Εύχομαι να έχει συλλάβει ορθώς την αποστολήν
της και να έχει την ικανότητα να την φέρη εις πέρας».
Στην πραγματικότητα οι χουντικοί δεν «είχαν συλλάβει ορθώς την
αποστολήν τους» και οι «αγαθάς προθέσεις τους» ήταν ένα πρόσχημα ώστε να
συνεχιστεί το έθιμο που θέλει την Ελλάδα να δανείζεται με υψηλό τόκο
χρήματα τα οποία μοιράζονται κυρίως σε μία πολιτικο-οικονομική κάστα και
τη στρατιωτική βιομηχανία. Περιέργως πώς βέβαια, όταν για μία φορά όλα
αυτά τα όπλα που αγοράζει η Ελλάδα από τους συμμάχους με χρήματα που της
δανείζουν οι ίδιοι, θα χρειαστεί να χρησιμοποιηθούν, εκείνα θα σιγήσουν
εκκωφαντικά: Τον Ιούλιο του 1974 στην Κύπρο, η Ελλάδα θα συντριβεί για
πολλοστή φορά στρατιωτικά από την Τουρκία (όπως το 1826, το 1897 και το
1922) και θα χρειαστεί νέα δάνεια και νέα όπλα για να συνέλθει.
Ο Ανδρέας έρχεται φορτσάτος
Η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το 1981, συνιστά
αναμφίβολα μια πολύ κρίσιμη στιγμή στην οικονομική της ιστορία. Κατά ένα
ιστορικό παράδοξο, ταυτίστηκε χρονικά με την ανάληψη της κυβέρνησης από
το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που είχε ως τότε να επιδείξει πλούσια
συνθηματολογία εναντίον της ΕΟΚ. Η τακτική αυτή άλλαξε ωστόσο όταν
βρέθηκε στην κυβέρνηση. Από εκεί, προτεραιότητά του έγινε να διεκδικεί
-συχνά με ανορθόδοξους τρόπους- χρηματοδοτήσεις της ελληνικής οικονομίας
μέσω των πρωτοεμφανιζόμενων τότε «Μεσογειακών προγραμμάτων». Tα
«μεσογειακά προγράμματα» ήταν ένα στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης, το οποίο
στόχευε στη βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών διαρθρώσεων στις λιγότερο
ανεπτυγμένες περιοχές της Κοινότητας και προκάλεσαν ορισμένους ομηρικούς
καβγάδες ανάμεσα στον Έλληνα πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου και
τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Βέβαια χάρη σε αυτά η σοσιαλιστική κυβέρνηση
κατάφερε να προχωρήσει σε ένα βαθμό την αναδιανομή του εισοδήματος στην
Ελλάδα. Ωστόσο, το πρόγραμμα των εθνικοποιήσεων που έτρεξε παράλληλα
είχε την ίδια τύχη με τα αντίστοιχα προγράμματα των σοσιαλιστικών
κυβερνήσεων στη Γαλλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία: έμεινε ημιτελές
και όταν εγκαταλείφθηκε άφησε πίσω του σημαντικές δημοσιονομικές τρύπες.
Το 1985, ο Ανδρέας Παπανδρέου εγκαταλείπει την στρατηγική του,
απογοητευμένος από την απροθυμία της μεσαίας τάξης να τον ακολουθήσει
και από τη διαφαινόμενη κατάρρευση της ΕΣΣΔ που περιόριζε τη
διαπραγματευτική του ισχύ στην ΕΟΚ. Η Ελλάδα θα μπει τότε σε ένα
πρόγραμμα λιτότητας, από το οποίο δεν θα βγαίνει παρά μονάχα για να μπει
σε ένα άλλο σκληρότερο ή για να σκορπίσει λεφτά στα πιο αντιπαραγωγικά
τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου. Αίφνης, το λαοφιλές σύνθημα Παπανδρέου
«Τσοβόλα, δώστα όλα» -το οποίο σφράγισε εννοιολογικά μια ολοκληρή
εποχή- φαντάζει κενό περιεχομένου. «Το συγκεκριμένο σύνθημα δεν είχε
καμία σχέση με τα οικονομικά, ο Α. Παπανδρέου απάντησε αυθόρμητα στα
συνθήματα του κόσμου που με επευφημούσαν. Δεν έδωσα ούτε μια δραχμή απο
τα αποθεματικά των ταμείων αντιθέτως συγκράτησα τις δαπάνες κατά 5
μονάδες σε σχέση με ότι αναφερόταν στον προϋπολογισμό», δήλωσε τον
περασμένο Σεπτέμβριο ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο οποίος ήταν σταθερά στο
υπουργείο Οικονομικών κατά την πρώτη οκταετία της κυβέρνησης Παπανδρέου,
ως υφυπουργός (1981-1984), αναπληρωτής υπουργός (1984-1985) και έπειτα
υπουργός την περίοδο 1985-1989.
Η μεγάλη ιδέα του Σημίτη
Τα χρόνια που ακολουθούν η ζωή κυλά ανάμεσα σε προγράμματα
δημοσιονομικής λιτότητας που θα αυξάνουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα,
καταστρέφοντας την παραγωγή της χώρας και προσφέροντας πλήθος απαλλαγών
από φόρους στις επιχειρήσεις, προκειμένου να τις πείσουν «να
επενδύσουν». Μέχρι το 1996. Τότε δύο εξελίξεις θα αλλάξουν τη ροή των
πραγμάτων, πάντα προς το χειρότερο: Η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων και
το σημιτικό «όραμα» της εισόδου στο ευρώ. Πρώτα, ο υπουργός Αθλητισμού
της χώρας Γιώργος Λιάνης, θα καταθέσει -μόνος του, εκμεταλλευόμενος την
πολιτική αστάθεια της περιόδου- την υποψηφιότητα της Αθήνας για τη
διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Η υποψηφιότητα αυτή,
ενισχυμένη από την υποστήριξη Ελλήνων κροίσων, θα κερδίσει τη διοργάνωση
προκαλώντας ένα τσουνάμι εθνικού ενθουσιασμού. Αρκετούς μήνες νωρίτερα,
η πολιτική αστάθεια έχει ξεπερασθεί με την ανάληψη της πρωθυπουργίας
από τον Κώστα Σημίτη, ιστορικό στέλεχος της δεξιάς πτέρυγας των
Σοσιαλιστών. Αυτός θα θέσει ως μεγάλο του στόχο την ευρωπαϊκή πορεία της
Ελλάδας και την είσοδο στο νέο νόμισμα. Η είσοδος στο ευρώ και η
διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων θα ενοποιηθούν κάτω από το σύνθημα της
«Ισχυρής Ελλάδας», που θα γίνει η νέα Μεγάλη Ιδέα του έθνους. Όμως…
Το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα που θα εκπονήσει ο Κώστας Σημίτης για να
εξασφαλίσει την υγεία της ελληνικής οικονομίας και την είσοδό της στο
ευρώ είχε ομολογουμένως «εντυπωσιακά» αποτελέσματα. Πρωτίστως στο πεδίο
της παραχάραξης των οικονομικών μεγεθών προκειμένου να αγγίξει η Ελλάδα
τα απαιτούμενα στάνταρ. Σήμερα αρκετοί Ευρωπαίοι ηγέτες κατηγορούν την
Ελλάδα για τις αλχημείες εκείνης της περιόδου. Ωστόσο, την ίδια εκείνη
περίοδο κάθε φωνή που ασκούσε κριτική είτε στα κριτήρια που έθετε η
Ευρωπαϊκή Ενωση είτε στις λαθροχειρίες των κυβερνήσεων προκειμένου να
εμφανίσουν ικανοποιητικούς αριθμούς, σκόνταφτε στη φλεγματική ευρωπαϊκή
αδιαφορία: Το σημαντικό ήταν να δείξει η Ευρώπη ότι στους κόλπους της
θρέφει οικονομίες υγιείς και αναπτυσσόμενες.
Το «θαύμα» του χρηματιστηρίου και το νέο νόμισμα
Την περίοδο αυτή, μέχρι το 2004, ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής
κοινωνίας την πέρασε πράγματι μέσα σε ένα σύννεφο επίπλαστης ευφορίας.
Έξω από τα καφενεία της ελληνικής επαρχίας είναι παρκαρισμένα
καλογυαλισμένα τζιπ, ενώ τα πούρα Αβάνας αποτελούν must topic για τον
νεοέλληνα με τις δέκα πιστωτικές κάρτες και τα ατέλειωτα κάθε λογής
ευκολοδάνεια. Το όνειρο της μεσαίας τάξης να ζήσει το μύθο της μεγάλης
επιχειρηματικότητας που προσφερόταν σε σακούλες κυριαρχεί. Άπαντες έχουν
τη χαρά να συνομιλούν δύο φορές τη μέρα με κάποια τράπεζα, η οποία τους
προσφέρει λεφτά μέχρι και για να πάνε διακοπές. Κι αν παρ’ ελπίδα
κάποιος αρνιόταν, η προσφορά επέστρεφε βελτιωμένη. Έτσι, το ελληνικό
τραπεζικό σύστημα γιγάντωνε με μεθοδικότητα τη δική του φούσκα, που με
τη σειρά του μεταφέρθηκε σε άλλες φουσκάλες στις κατασκευές, τα ΜΜΕ, την
τουριστική βιομηχανία και αλλού. Το όνειρο συνοδεύτηκε από τη μαζική
προσφυγή στο ελληνικό χρηματιστήριο -μια κατάσταση μανίας επί δύο
χρόνια- που γνώρισε τότε μια εκρηκτική άνοδο. Και μετά μια πιο
εκρηκτική πτώση.
Ο δείκτης του ανέβηκε από τις 1200 μονάδες στις 6500 για να πέσει μέσα
σε ένα χρόνο στις 666. Ο Σατανάς φαίνεται ότι εισχώρησε για τα καλά στο
καζίνο της ελληνικής οικονομίας παρότι ο τότε Υπουργός Οικονομικών των
κυβερνήσεων Σημίτη, Γιάννος Παπαντωνίου έσερνε το λαμπερό του χαμόγελο
από πάνελ σε πάνελ και διατεινόταν πως «η ελληνική οικονομία ανέβηκε από
τη Β’ Εθνική στην Α’» ενώ «το ελληνικό χρηματιστήριο πάει κανόνι. Και
ό,τι και να λένε, ψηφίζει ΠΑΣΟΚ. Η Ελλάδα, το καλοκαίρι πλέον, θα έχει
ένα Χρηματιστήριο που θα το ζηλεύουν πολλά άλλα διεθνή Χρηματιστήρια».
Ελάχιστα χρόνια αργότερα 136 δισεκατομμύρια ευρώ είχαν κάνει φτερά και
οι τζογαδόροι των αγορών με τα λευκά κολάρα χαμογελούσαν πλέον πιο
λαμπερά από τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών.
Την 1η Ιανουαρίου του 2003, μέρα κυκλοφορίας του ευρώ, ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτηςφωτογραφιζόταν κρατώντας
το πρώτο χαρτονόμισμα στα χέρια του και η χαρά του μπορεί να συγκριθεί
μόνο με αυτή των λατινοαμερικανών ιθαγενών μάγων όταν κρατούσαν τα
καθρεφτάκια και τις χάντρες που τους πρόσφεραν οι κονκισταδόρες μόλις
κατέβαιναν από το πλοίο που τους είχε μεταφέρει στη Γη των Ευκαιριών. Το
καλοκαίρι του 2004, με τα σημάδια της πτώσης να έχουν αρχίσει να
διαφαίνονται, η Ελλάδα ζούσε μεθυσμένη τον ποδοσφαιρικό θρίαμβο της
κατάκτησης του Euro, της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων και της
συλλογής μεταλλίων στις καταδύσεις, το τάε κβο ντο και το σερφ. Όπως
συμβαίνει συχνά με τα μεθύσια, το ξύπνημα συνοδεύτηκε από πονοκέφαλο. Το
ιδιωτικό χρέος των Ελλήνων είχε φθάσει σε δυσβάσταχτα επίπεδα, οι
τράπεζες ζητούσαν τα λεφτά τους πίσω έντοκα, αρκετοί είχαν χάσει μια
περιουσία στο χρηματιστήριο και τα δημόσια οικονομικά πήγαιναν όλο και
χειρότερα, καθώς μια οικονομία που δυσκολευόταν να συντηρήσει τη δραχμή
είχε εγκλωβιστεί μέσα σε ένα νόμισμα που είχε όλα τα ανελαστικά
χαρακτηριστικά του μάρκου. Οι κυβερνήσεις της δεξιάς και των σοσιαλιστών
που εναλλάσσονταν στην ηγεσία εμφάνιζαν η μία στοιχεία για τις
λογιστικές παρασπονδίες της άλλης. Την ίδια στιγμή η ανεργία άρχισε ξανά
να ανεβαίνει επικίνδυνα, καθώς οι εταιρείες άρχισαν να ξεφορτώνονται
δυναμικό. Κι ακόμα η κρίση των αμερικανικών τραπεζών δεν είχε ξεσπάσει.
Το οικονομικό θαύμα της Ελλάδας ήταν λοιπόν ψεύτικο; «Υπάρχει μη
”ψεύτικο” οικονομικό θαύμα (με την έννοια ότι πρόκειται για τον
πλουτισμό των λίγων) στον καπιταλισμό; Αμφιβάλλω», λέει σήμερα ο Γιάννης
Μηλιός. «Ο Μαρξ γράφει στο Κεφάλαιο, μιλώντας για τον κεφαλαιοκρατικό
τρόπο παραγωγής γενικά: ”Ο εργάτης υπάρχει για τις ανάγκες αξιοποίησης
υπαρχουσών αξιών, αντί, το ενάντιο, ο υλικός πλούτος να υπάρχει για τις
ανάγκες ανάπτυξης του εργάτη”. Αυτή η ”εσωτερική φύση” του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δημιουργεί πάντα μια εικόνα ”ψεύτικης
ανάπτυξης” για τους εργαζόμενους και μερίδες των μεσαίων τάξεων.
Εντούτοις ο πλουτισμός των ”εχόντων”, των μεγιστάνων του χρήματος, είναι
πέρα για πέρα ”πραγματικός”».
Η εποχή της κρίσης
Ψεύτικο ή αληθινό πάντως, δεν είχε μόνο δημοσιονομικές συνέπειες,
προκάλεσε επίσης και μια ιδιότυπη μεταστροφή στη συνείδηση της ελληνικής
κοινωνίας που εμποτίστηκε κάπως απότομα με τις νευρώσεις της μεσαίας
τάξης. Το αίτημα για περισσότερη «ασφάλεια» εισήλθε στην ημερήσια
διάταξη χωρίς κάποιον άλλον προφανή λόγο πέρα από την περιθωριοποίηση
των μεταναστευτικών ρευμάτων που βρέθηκαν στη χώρα για να αποτελέσουν τα
φθηνά εργατικά χέρια του ελληνικού ονείρου. Φήμες για αεροπλάνα που
έφερναν εργαζόμενους από την Ασία και τους άφηναν στη μέση ενός
εργοταξίου από όπου δεν έφευγαν παρά μετά την ολοκλήρωση κάποιου σταδίου
για τους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν απασχόλησαν ιδιαίτερα την ελληνική
κοινωνία, που αυτό που την ενδιέφερε ήταν να μην τους βλέπει στις
πλατείες. Τα πρώτα ακροδεξιά μορφώματα άρχισαν να εμφανίζονται ισχυρά
από τις πρώτες εκλογές του 21ού αιώνα. Την ίδια στιγμή στελέχη της
κυβέρνησης εξηγούσαν τη στάση τους σε υπόθεση σκανδαλώδους παραχώρησης
γης στην εκκλησία μέσω της εμφάνισης της Παναγίας.
Όταν ξέσπασε η παγκόσμια τραπεζική κρίση η
Ελλάδα βρέθηκε με μια οικονομία εντελώς ανυπεράσπιστη απέναντι στις
συνέπειές της. Η αντιμετώπισή της από το νεοεκλεγέντα τότε πρωθυπουργό
Γιώργο Παπανδρέου δεν ήταν ακριβώς ιδανική. Οι φωνές ότι η Ελλάδα δεν
έχει ούτε δεκάρα στα ταμεία της δε βοήθησαν πολύ την πιστοληπτική της
δυνατότητα και ο πολιτικός που εξελέγη με την υπόσχεση να συνεχίσει το
έργο αναδιανομής από εκεί όπου το είχε αφήσει ο πατέρας του, βρέθηκε
μέσα σε λίγες εβδομάδες να ανακοινώνει την
υπαγωγή της Ελλάδας στον κορσέ του ΔΝΤ, της Κεντρικής Ευρωπαϊκής
Τράπεζας και την Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ανοίγοντας τον δρόμο για τη
μεγαλύτερη κοινωνική κρίση της χώρας τα τελευταία 70 χρόνια. Οι
πρωθυπουργικές βεβαιότητες και το αλησμόνητο «λεφτά υπάρχουν» του
Γιώργου Παπανδρέου αντικαταστάθηκε σύντομα από την εξίσου ιστορική φράση
του αγλαού Θεόδωρου Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε». Οι συντάξεις και οι
μισθοί μειώθηκαν δραματικά, επιχειρήσεις έκλεισαν, η ανεργία εκτοξεύτηκε
σε δυσθεώρητα επίπεδα, οι κοινωνικές υπηρεσίες συρρικνώθηκαν. Όσο για
το δημόσιο χρέος,
αυτό συνέχισε να ανεβαίνει, απόρροια της κατάρρευσης των δημόσιων
εσόδων που προκάλεσε η ευφυής πολιτική της Τρόικας. Όταν ο Παπανδρέου,
με εντελώς αψυχολόγητο τρόπο, δοκίμασε να προτείνει τη διεξαγωγήδημοψηφίσματος για τη συνέχιση ή όχι αυτών των μέτρων, εν μέσω μεγάλων διαδηλώσεων και συγκρούσεων ενάντια στη λιτότητα, ανατράπηκε από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και ένα τμήμα της κοινοβουλευτικής του ομάδας μέσα σε μια νύχτα.
Ξαφνικά ένας ολόκληρος λαός ζούσε με την αυταπάτη ότι ένας
γυμνασμένος Ελληνας από το εξωτερικό έπαιρνε μόνος του εκδίκηση για
λογαριασμό ενός λαού από όλους όσους τον πρόσβαλαν και τον ταλαιπώρησαν
επί πέντε χρόνια.
Στη θέση του, σε μια κυβέρνηση που ξεκινούσε από τους σοσιαλιστές και κατέληγε στην άκρα δεξιά, τοποθετήθηκε ένας τραπεζίτης.
Όχι ένας τυχαίος τραπεζίτης όμως. Tοποθετήθηκε ο πρώην αρχιτραπεζίτης
της χώρας. Και συγκεκριμένα εκείνος που χαμογελούσε δίπλα στον
πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη όταν κι εκείνος χαμογελούσε κρατώντας
υπερήφανος το πρώτο χαρτονόμισμα του ευρώ στην Ελλάδα. Και για την
ακρίβεια, εκείνος που είχε την ευθύνη για τα αμφιλεγόμενα στοιχεία με τα
οποία η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ. Και τοποθετήθηκε υπό τα χειροκροτήματα
των Ευρωπαίων ηγετών που δήλωναν ταυτόχρονα έξαλλοι για τον τρόπο με τον
οποίον η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ. Έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η σχιζοφρένεια
της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ελληνική κοινωνία να τη λάβει υπόψη της
στις εκλογές που ακολούθησαν λίγους μήνες αργότερα: τον Μάη του 2012 το
ναζιστικό γκρουπούσκουλο της Χρυσής Αυγής εκτοξεύτηκε από τις μερικές
εκατοντάδες ψήφους στο 7%, παγώνοντας το αίμα όσων Ελλήνων διατηρούσαν
ακόμα μυαλό στο κεφάλι τους. Δίπλα σε αυτό το τρομακτικό φαινόμενο, το
παλιό πολιτικό σύστημα έγινε σκόνη. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα κατέρρευσε από
το 43% στο 12%, μικρές διασπάσεις της δεξιάς και της αριστεράς
μοιράστηκαν μικρά ποσοστά, ο ΣΥΡΙΖΑ τετραπλασίασε τη δύναμή του και στη
συνέχεια, ένα μήνα αργότερα, την έφθασε στο 27%. Στον αφρό, αν και με
πολύ συρρικνωμένη τη δύναμή του βγήκε ο ηγέτης του παραδοσιακού
συντηρητικού κόμματος, που εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη διασπορά ψήφων
εξελέγη πρωθυπουργός με πολύ χαμηλό ποσοστό.
Πρώτη φορά με Σαμαρά και ΜΕΤΑ Αριστερά
Ο Αντώνης Σαμαράς, άνθρωπος που είχε εξαφανιστεί από την πολιτική
σκηνή για αρκετά χρόνια, είχε κάνει καριέρα στη δεκαετία του ’90 ως
αρχηγός ενός αποτυχημένου νέο-εθνικιστικού κόμματος που έπαιρνε ποσοστά
κοντά στο 2% στις εκλογές. Από τη νέα θέση του πρωθυπουργού επιχείρησε
να κυβερνήσει δημιουργώντας μια νέο-συντηρητική ηγεμονία, βασισμένη στην
καταστολή, τον ρατσισμό και τον οξύ αντι-αριστερό λόγο. Δεν θα μάθουμε
ποτέ τι θα μπορούσε να καταφέρει υπό άλλες συνθήκες, αλλά με την ανεργία
να ακουμπά το 30% και το εργατικό εισόδημα να έχει μειωθεί στο μισό, ο
λόγος του καθώς και αυτός κάποιων ακροδεξιών συνεργατών του ακουγόταν το
λιγότερο ενοχλητικός. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου
(των τέταρτων εκλογών μέσα σε 5 χρόνια) υπήρξε άνετη.
Οι προσδοκίες της κοινωνίας από τη νέα κυβέρνηση ήταν ταυτόχρονα
μικρές και μεγάλες. Από τη μία η οικονομική και κοινωνική διάλυση
δημιουργούσε μεγάλη λαχτάρα για επαναφορά της κατάστασης σε ανεκτά
επίπεδα. Από την άλλη, η ίδια κατάσταση έχει σε τέτοιο βαθμό εξαντλήσει
την κοινωνία ώστε κάθε μικρή βελτίωση να γίνεται δεκτή με δυσανάλογη
ανακούφιση. Η εικόνα του νέου υπουργού Οικονομικών Γιάννη Βαρουφάκη να
απαξιώνει τηλεοπτικά τους δανειστές και να συνομιλεί σε άπταιστα αγγλικά
με δημοσιογράφους στο BBC δημιούργησαν θύελλα ενθουσιασμού στη χώρα.
Ξαφνικά ένας ολόκληρος λαός ζούσε με την αυταπάτη ότι ένας γυμνασμένος
Ελληνας από το εξωτερικό έπαιρνε μόνος του εκδίκηση για λογαριασμό ενός
λαού από όλους όσους τον πρόσβαλαν και τον ταλαιπώρησαν επί πέντε
χρόνια. Η εξομοίωση όμως της πραγματικότητας με το σινεμά και του
V-aroufakis με τον V-endeta, είχε μόνο συναισθηματικό κίνητρο. Η μπλόφα
του υπουργού προς τους δανειστές ότι δεν επιθυμεί τη χρηματοδότησή τους
ήταν εξαιρετικά απροετοίμαστη, δεύτερο σχέδιο δε φάνηκε να υπάρχει και η
προεκλογική δέσμευση του νέου πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα ότι θα κάνει
στη Γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ «μία πρόταση που δεν θα μπορεί
να αρνηθεί», αποδείχτηκε πολύ λιγότερο αποτελεσματική στο στόμα του από
όσο ήταν στο στόμα του Βίτο Κορλεόνε στον «Νονό». Ένα μήνα μετά την
εκλογή της η κυβέρνηση υπέγραψε την προσωρινή παράταση του μνημονιακού
προγράμματος βοήθειας. Σήμερα, το ενδεχόμενο αυτή η παράταση να γίνει
μόνιμη μοιάζει το πιθανότερο. Παράλληλα, τιμώντας τις παραδόσεις, η
κυβέρνηση έκανε μερικές νέες παραγγελίες εξοπλισμών για το ενδεχόμενο
ενός πολέμου με το Κουβέιτ ή τις Ολλανδικές Αντίλλες.
Μια οικονομία σε κρίση είναι πάντα πρόβλημα για τον εαυτό της. Μια κοινωνία σε κρίση, όχι απαραίτητα.
«Είναι πια φανερό ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν είναι ούτε
μνημονιακές, ούτε αντιμνημονιακές. Είναι απλώς και, εξ ίσου,
μνημονιοδίαιτες. Αυτό το κατεστημένο χρειάζεται να υπερβούμε, ώστε να
πάψουμε να ζούμε το μαρτύριο του Σίσυφου», λέει σήμερα ο Παντελής
Οικονόμου, αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ. «Στη
πραγματικότητα, απατείται ένα σχέδιο πολιτικής αλλαγής ακυρώνοντας το
έωλο σχίσμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο και κόβοντας οριστικά τον ομφάλιο
λώρο των παλαιών κομμάτων με τη άκυρη ρητορική, τον οπορτουνισμό και τη
χυδαία ψηφοθηρία».
Την ίδια ώρα η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να παρακολουθεί με
σχετική ικανοποίηση τις επαφές της κυβέρνησης με τη Ρωσία ή την Κίνα,
και ίσως συχνά φαντασιώνεται ότι αυτές θα δώσουν την από μηχανής λύση
της ελληνικής τραγωδίας που δεν έδωσε ο επικοινωνιακός Βαρουφάκης.
Ταυτόχρονα εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις να ξορκίζει το ενδεχόμενο
εξόδου από το ευρώ, επιθυμώντας να κρατήσει για τον εαυτό της το
δικαίωμα να φωτογραφίζεται χαμογελαστή δίπλα στα χαρτονομίσματα όπως ο
Κώστας Σημίτης. Και κουρασμένη, μειώνει σταθερά τη δυναμική των
κοινωνικών αγώνων και των διαμαρτυριών. Μοιάζει σαν να περιμένει
παραδομένη ένα οποιοδήποτε θαύμα. Η συζήτηση για το αν το ελληνικό χρέος
είναι βιώσιμο έχει αρχίσει επίσης να την κουράζει: όλοι ξέρουν πως δεν
είναι, αλλά κανείς δεν θέλει να το παραδεχτεί. Τουλάχιστον όχι οι
τράπεζες. Οι περισσότεροι είναι πεπεισμένοι ότι κάτι θα βρεθεί στο τέλος
για να μη βγει η χώρα από το ευρώ, ενδεχόμενο που οι περισσότεροι
θεωρούν εφιαλτικό. Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση μοιάζει να ψάχνει
τη λύση με την ίδια αμηχανία. Και πίσω από αυτήν δε φαίνεται να προβάλει
τίποτα –ευτυχώς ούτε οι ναζιστές, που ασχολούνται με το να αποφύγουν τα
ισόβια δεσμά στη δίκη τους που ξεκίνησε.
Φθάσαμε λοιπόν στο τέλος της ελληνικής κοινωνίας, που πεθαίνει
εξαντλημένη και μοιρολατρική; Αυτή η εικόνα, ακόμα κι αν στέκει λογικά,
δε μπορεί να έχει κάποιο απτό αντίκρισμα στην πραγματικότητα, η οποία
διαρκώς γεννά νέες ανάγκες. Άλλωστε κάθε φορά που αυτό το ενδεχόμενο
συζητήθηκε, η ελληνική κοινωνία βρήκε τον τρόπο να ξεσηκωθεί,
δικαιώνοντας ένα διάσημο αφελές πατριωτικό τραγουδάκι σχετικά με τη
δυνατότητά της να πέφτει και να ξανασηκώνεται. Αν χρειαστεί να καταφύγει
στη χρεοκοπία, μπορεί να αναζητήσει οδηγίες στις προηγούμενες τέσσερις
της ιστορίας της, που σύντομα θα συμπληρώσει δύο αιώνες ως κρατική
υπόσταση. Αν πάλι θέλει να διαπραγματευτεί πιο επιθετικά τη θέση της,
πρέπει να κοιτάξει τη λίγο πιο πρόσφατη ιστορία της και να ανακτήσει τη
χαμένη ζωτικότητα της περασμένης πενταετίας. Μια οικονομία σε κρίση
είναι πάντα πρόβλημα για τον εαυτό της. Μια κοινωνία σε κρίση, όχι
απαραίτητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου