ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΜΝΗΜΗΣ
Είναι η εθνική μας επέτειος της 28ης Οκτωβρίου. Δεν θέλω να σκέφτομαι πια τον Βενιζέλο και τη λίστα Λαγκάρντ, δεν θέλω να σκέφτομαι τους μεγαλοκαταθέτες της Ελβετίας, δεν θέλω να σκέφτομαι τους ανίκανους και οσφυοκάμπτες πολιτικούς, όποιοι κι αν είναι. Εχουμε τόσο καιρό γι' αυτά. Τα λέμε τα ξαναλέμε κάθε μέρα και τελικά φτάνουμε να διώκουμε τους δημοσιογράφους που βγάζουν την αλήθεια στη φόρα.
Είναι η εθνική μας επέτειος της 28ης Οκτωβρίου. Δεν θέλω να σκέφτομαι πια τον Βενιζέλο και τη λίστα Λαγκάρντ, δεν θέλω να σκέφτομαι τους μεγαλοκαταθέτες της Ελβετίας, δεν θέλω να σκέφτομαι τους ανίκανους και οσφυοκάμπτες πολιτικούς, όποιοι κι αν είναι. Εχουμε τόσο καιρό γι' αυτά. Τα λέμε τα ξαναλέμε κάθε μέρα και τελικά φτάνουμε να διώκουμε τους δημοσιογράφους που βγάζουν την αλήθεια στη φόρα.
Δεν θέλω να γκρινιάζω και να μιζεριάζω τέτοια μέρα. Σήμερα δεν είναι μια
μέρα σαν τις άλλες. Δεν θέλω να ανήκω σ' αυτούς που με την ανοχή, την
άγνοια, τον κομπλεξισμό τους παραδίδουν την εικόνα της Ελλάδας στον
κόσμο αλλιώτικη απ' αυτή που πιστεύω.
Σήμερα θέλω να σκέφτομαι όλους εκείνους που έπεσαν για την ελευθερία της
Ελλάδας αυθόρμητα και γενναία, ψηλά στα βουνά της Αλβανίας. Θέλω να
τους σκεφτώ με αγάπη και με συγκίνηση. Αν δεν το κάνω νοιώθω ότι τους
ξεχνάω. Οχι από τον ανισόρροπο πατριωτισμό των πάσης φύσεως
φασιστοειδών, αλλά από τον αληθινό σεβασμό που οφείλει κάθε άνθρωπος σε
εκείνους που αψήφησαν τα πάντα και δόθηκαν στον εθνικό αγώνα της
πατρίδας του.
Εκείνους που ξεκίνησαν να πολεμήσουν σαν να πήγαιναν σε γλέντι, άνθρωποι
καθημερινοί, παιδιά της γειτονιάς, φανταράκια που ντύθηκαν στο χακί σε
μια παραζάλη ενθουσιασμού που είχε συνεπάρει όλους τους Ελληνες, να
πετάξουν τους Ιταλούς του Μουσολίνι στη θάλασσα.
Μόνο αυτό θέλω να σκέφτομαι σήμερα. Μόνο αυτό πρέπει όλοι μας να
θυμόμαστε και να δείχνουμε σε όλο τον κόσμο ότι εμείς μπορούμε να
πολεμάμε και να βγαίνουμε νικητές. Μνημόσυνο στη μνήμη των ανθρώπων που
έπεσαν στα χιόνια της Αλβανίας αλλά δεν φοβήθηκαν και δεν έκαναν πίσω
ούτε με τα κρυοπαγήματα, ούτε με τα λιγοστά τους όπλα. Αυτούς που έκαναν
το θαύμα του 40.
Κάθε σπίτι έχει να πει μια ιστορία για την 28η Οκτωβρίου 1940. Εβδομήντα
δύο χρόνια πέρασαν, δεν πέρασαν δα και αιώνες. Ας θυμηθούμε κι ας
μιλήσουμε για όσα ο καθένας μας ξέρει. Το οφείλουμε στη μνήμη των
ανθρώπων μας που χάθηκαν, που ακρωτηριάστηκαν, που πολέμησαν για μας.
Εγώ θέλω να μιλήσω σήμερα για τον Πέτρο. Τον Πέτρο Ζούμπερη, 21 ετών,
φοιτητή της Νομικής που έφυγε σαν σήμερα να πολεμήσει στην Αλβανία.
Η μάνα του έμεινε χήρα στα 27 της χρόνια με το μονάκριβο παιδί της μόλις
4 ετών κι ένα χρέος στο κεφάλι της 90.000 δραχμές, υπέρογκο ποσό τότε,
από το σπίτι της στο Θησείο που έμεινε μισοτελειωμένο όταν χάθηκε πρόωρα
ο άντρας της. Για να τα βγάλει πέρα αγωνίστηκε σκληρά. Πάλεψε μάνα και
πατέρας μαζί να μη λείψει τίποτα από το παιδί της. Και τα κατάφερε.
Ο Πέτρος την δικαίωνε κάθε στιγμή για τον αγώνα της. Ενα ήσυχο, μελετηρό παιδί που αρίστευε στο σχολείο και μπήκε με υποτροφία στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ολη η γειτονιά καμάρωνε τον Πέτρο, το γελαστό παιδί της κυρίας Αγγελικής. Τα όμορφα καλοκαιρινά βραδάκια τα κορίτσια καθόντουσαν στις γύρω αυλές κι ακούγανε την κιθάρα του Πέτρου από δίπλα. Κάποιες γειτόνισσες είχανε αρχίσει κιόλας και στέλνανε προξενειά γιατί ο Πέτρος ήταν κι όμορφο παιδί, θα γινόταν και δικηγόρος, συνηθιζότανε τότε έτσι...
Η μάνα του τον σταύρωνε κρυφά κι έφτιαχνε ιστορίες με το νού της, να τελειώσει ο Πέτρος τις σπουδές και το στρατιωτικό, να γίνει δικηγόρος, να βρεθεί ένα καλό κορίτσι να μπει στο σπίτι να της δώσει κι αυτηνής χαρά, να κάνουνε παιδιά, ίσως να πιάσουνε και τ' όνομά της.
Κι όλο βούρκωνε που τα σκεφτόταν κι έλεγε "ας έχει καλή τύχη το παιδί μου" κι έπαιρνε η όψη της όλη τη γλύκα της Παναγίας που κοιτάει το Χριστό. Κι όλο έπλεκε "κοπανέλι" λευκά κεντήματα, πανωσέντονα με το μονόγραμμα ΠΖ του γιού της κι όλο κεντούσε τραπεζομάντηλα και τα "κοφτά" της τα ζηλεύανε οι γειτόνισσες που της λέγανε "προίκα φτιάχνεις στο γιό κυρία Αγγελική; οι νύφες τα φτιάχνουνε αυτά όχι οι γαμπροί". Κι εκείνη χαμογελούσε κι έλεγε "εμένα η νύφη μου θα τα βρει όλα έτοιμα, κι ας είναι μια φτωχούλα. Καλή κοπέλλα θέλω, μόνο ν' αγαπάει τον Πέτρο μου γιατί μεγάλωσε ορφανό το παιδί μου".
Ο Πέτρος την δικαίωνε κάθε στιγμή για τον αγώνα της. Ενα ήσυχο, μελετηρό παιδί που αρίστευε στο σχολείο και μπήκε με υποτροφία στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ολη η γειτονιά καμάρωνε τον Πέτρο, το γελαστό παιδί της κυρίας Αγγελικής. Τα όμορφα καλοκαιρινά βραδάκια τα κορίτσια καθόντουσαν στις γύρω αυλές κι ακούγανε την κιθάρα του Πέτρου από δίπλα. Κάποιες γειτόνισσες είχανε αρχίσει κιόλας και στέλνανε προξενειά γιατί ο Πέτρος ήταν κι όμορφο παιδί, θα γινόταν και δικηγόρος, συνηθιζότανε τότε έτσι...
Η μάνα του τον σταύρωνε κρυφά κι έφτιαχνε ιστορίες με το νού της, να τελειώσει ο Πέτρος τις σπουδές και το στρατιωτικό, να γίνει δικηγόρος, να βρεθεί ένα καλό κορίτσι να μπει στο σπίτι να της δώσει κι αυτηνής χαρά, να κάνουνε παιδιά, ίσως να πιάσουνε και τ' όνομά της.
Κι όλο βούρκωνε που τα σκεφτόταν κι έλεγε "ας έχει καλή τύχη το παιδί μου" κι έπαιρνε η όψη της όλη τη γλύκα της Παναγίας που κοιτάει το Χριστό. Κι όλο έπλεκε "κοπανέλι" λευκά κεντήματα, πανωσέντονα με το μονόγραμμα ΠΖ του γιού της κι όλο κεντούσε τραπεζομάντηλα και τα "κοφτά" της τα ζηλεύανε οι γειτόνισσες που της λέγανε "προίκα φτιάχνεις στο γιό κυρία Αγγελική; οι νύφες τα φτιάχνουνε αυτά όχι οι γαμπροί". Κι εκείνη χαμογελούσε κι έλεγε "εμένα η νύφη μου θα τα βρει όλα έτοιμα, κι ας είναι μια φτωχούλα. Καλή κοπέλλα θέλω, μόνο ν' αγαπάει τον Πέτρο μου γιατί μεγάλωσε ορφανό το παιδί μου".
Εκείνο το καλοκαίρι του 1940 φαίνεται πώς ο Πέτρος κάποιο κορίτσι της
γειτονιάς είχε αγαπήσει γιατί κάθε μέρα η μάνα του έβλεπε απ' τις
γαρδένιες της να λείπουνε λουλούδια. Κι όσο λιγόστευαν οι γαρδένιες στις
γλάστρες της η κυρία Αγγελική τόσο μεγάλωνε η χαρά της. Σταύρωνε τα
χέρια στην ποδιά της κι έλεγε "δόξα σοι ο Θεός, μια καλή κοπέλλα να μου
φέρει" κι έπλεκε μέσα στο μυαλό της ζιπουνάκια για τα μωρά που θα
έρχονταν κάποια μέρα.
Δεν τον ρώτησε τίποτα. Περίμενε το γιό της να της πει. Κι εκείνος που όλα της τάλεγε, ένοιωθε ξαφνικά μια ντροπή, ένα κόμπο στο λαιμό κι όλο το ανέβαλλε να της πει ότι αγαπάει τη Φανούλα του κυρ Γιάννη του Μπασιάκου που μένανε δυο σπίτια πιο κάτω, χρυσοί άνθρωποι, χρόνια γείτονες. Τη Φανούλα, με την ξανθιά αλογοουρά, που εκείνη τη χρονιά είχε μπει στην Παιδαγωγική Ακαδημία, να γίνει δασκάλα.
Δεν τον ρώτησε τίποτα. Περίμενε το γιό της να της πει. Κι εκείνος που όλα της τάλεγε, ένοιωθε ξαφνικά μια ντροπή, ένα κόμπο στο λαιμό κι όλο το ανέβαλλε να της πει ότι αγαπάει τη Φανούλα του κυρ Γιάννη του Μπασιάκου που μένανε δυο σπίτια πιο κάτω, χρυσοί άνθρωποι, χρόνια γείτονες. Τη Φανούλα, με την ξανθιά αλογοουρά, που εκείνη τη χρονιά είχε μπει στην Παιδαγωγική Ακαδημία, να γίνει δασκάλα.
Με τα πρωτοβρόχια του Σεπτέμβρη ο Πέτρος μίλησε στη μάνα του για τη
Φανούλα που τον αγαπούσε κι εκείνη και του 'γραφε τόσο ωραία γράμματα σε
σιέλ μυρωδάτο χαρτί. Ανοιξε η μάνα την αγκαλιά της στο μοναχογιό της,
τον κράτησε σφιχτά ώρα πολλή και κλάψανε κι οι δυο από χαρά. Ολη τη
νύχτα στη σάλα μάνα και γιός κάνανε σχέδια πώς να ζητήσουνε την κοπέλλα
απ' τους δικούς της και τους βρήκε το ξημέρωμα. Η κυρία Αγγελική βρήκε
κιόλας το δαχτυλίδι των αρραβώνων της να το χαρίσει ο γιός της στη νύφη
όταν θα δίνανε λόγο και του το δωσε με την ευχή της.
Σε λίγες μέρες ο Πέτρος ξεκινούσε τα μαθήματά του στο Πανεπιστήμιο και η
μάνα του όπως κάθε χρόνο έφυγε για το χωριό της να βρει εργάτες για τις
ελιές και να φέρει τις προμήθειες του χειμώνα για το σπίτι της.
Φεύγοντας φίλησε το γιό της και του υποσχέθηκε πως άμα γυρίσει απ' το
χωριό θα πάνε να ζητήσουνε την Φανούλα.
Ξημέρωσε η 28η Οκτωβρίου 1940. Ο πόλεμος με την Ιταλία κηρύχτηκε κι ο
Πέτρος αποφάσισε να πάει να πολεμήσει. Βρε τι του είπανε, τι του κάνανε
ότι είναι φοιτητής και μπορεί να μην πάει, τίποτ' αυτός. Να πάει στο
Μέτωπο να πολεμήσει για την Ελλάδα.
Ντύθηκε το χακί κι η μάνα του, ακόμα στο χωριό, δεν τον είδε. Πού να
σκεφτεί ότι ο γιός θα φύγει για το Μέτωπο. Μόνο η Φανούλα τον είδε κι
εκείνος της έβαλε στο χέρι το δαχτυλίδι της μάνας του λέγοντας "θα
γυρίσω για σένα". Η μάνα του δεν τον φίλησε, ούτε του ευχήθηκε "στο καλό
και με τη νίκη". Μόνο η Φανούλα έτρεξε μαζί του στο σταθμό και δεν την
ένοιαζε πού την έβλεπαν οι γείτονες να κλαίει που έφευγε ο Πέτρος
έφεδρος ανθυπολοχαγός.
Ο Πέτρος ο Ζούμπερης, φοτητής της Νομικής στα 21 του χρόνια, έφυγε για
το Μέτωπο και δεν γύρισε ποτέ. Δεν καταγράφηκε ποτέ στους 7.948 νεκρούς
του Αλβανικού Μετώπου και δεν βρέθηκε ποτέ. Ο τελευταίος άνθρωπος που
τον είδε, ένας συμπολεμιστής και γείτονάς του απ' το Θησείο ανέφερε ότι
τον συνάντησε τραυματισμένο στο χέρι να πηγαίνει στο νοσοκομείο
Ιωαννίνων, καβάλα σ' ένα στρατιωτικό μουλάρι.
Η μάνα του τρελλή από πόνο, έκανε ανάστα ο Θεός το Υπουργείο
Στρατιωτικών κι όλο τον κόσμο να μάθει αλλά δεν έμαθε ποτέ τίποτα. Το
πιθανότερο, της είπαν, να έχει σκοτωθεί στο βομβαρδισμό του νοσοκομείου
Ιωαννίνων, αφού πήγαινε εκεί. Αλλά και στα αρχεία του νοσοκομείου δεν
βρέθηκε το όνομά του, ίσως δεν καταγράφηκε ή κάηκαν τα αρχεία.
Εκείνη δεν δέχτηκε ποτέ ότι ο γιός της σκοτώθηκε. Καμμιά μάνα δεν το
δέχεται αυτό. Της βγάλανε μια μικρή σύνταξη μετά από ετών έρευνες του
Υπουργείου Στρατιωτικών αλλά δεν την δέχτηκε. Σηκώθηκε και πήγε μόνη της
στον συνταγματάρχη που ήτανε υπεύθυνος γι' αυτές τις συντάξεις θυμάτων
πολέμου και του είπε "Τι να την κάνω εγώ τη σύνταξη. Το γιό μου θέλω
πίσω, μπορείς να μου τον φέρεις; "
Τα ψυχοσάββατα δεν έγραφε ποτέ Υπέρ Αναπαύσεως Πέτρου....Εγραφε πάντα
Υπέρ Υγείας, όπως τότε που τον είχε κοντά της, επί 40 χρόνια που έζησε
μετά από κείνον μέχρι το 1980 που πέθανε σε βαθύ γήρας.
Η κυρία Αγγελική δεν παραδόθηκε όμως στον αβάσταχτο πόνο της. Πήρε στο
σπίτι της και μεγάλωσε το Γιώργο και τον Τάσο, τον γιό της αδελφής της
και τον γιο του αδελφού της. Τελειώνανε το δημοτικό όταν τα πήρε, τα
καλομεγάλωσε, τα σπούδασε, τα πάντρεψε και δεν έπαψε στιγμή να είναι
Μάνα αληθινή γι' αυτά τα δυό αγόρια που της ανταπέδωσαν την προσφορά της
με λατρεία μέχρι την τελευταία της στιγμή. Τις νύχτες μόνο στο κρεββάτι
της έκλαιγε για τον Πέτρο κι έλεγε "ας είναι καλά εκεί που είναι".
Η Φανούλα έγινε μια όμορφη δασκάλα. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν έβγαλε
ποτέ από το χέρι της το δαχτυλίδι του Πέτρου μέχρι που πέθανε, από μια
παραξενιά της μοίρας, ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου το 2002. Δέκα χρόνια
πριν, σαν σήμερα.
Η κυρία Αγγελική Ζούμπερη ήταν η γιαγιά μου η Αγγελική. Αδελφή της
γιαγιάς μου της Σοφίας. Αυτή μεγάλωσε τον πατέρα μου σ' εκείνο το όμορφο
σπίτι στο Θησείο με την αυλή γεμάτη γιασεμιά, γιούλια, γαρυφαλιές και
γαρδένιες κι ένα καναρίνι που πάντα έμενε το ίδιο. Ηταν η τρίτη μου
γιαγιά κι ένοιωθα πολύ περήφανη που εγώ είχα τρεις γιαγιάδες ενώ τα άλλα
παιδιά είχαν δύο.
Για μένα ήταν πιο γιαγιά μου αυτή από τις άλλες δύο γιατί ένοιωθα πώς
είχαμε διαλέξει η μια την άλλη να γίνουμε γιαγιά και εγγονή και είμαστε
αχώριστες ακόμα και στα παιχνίδια. Δεν είπαμε ποτέ τίποτα για τον Πέτρο.
Ηξερα ότι αυτό το όμορφο παιδί στις φωτογραφίες έφυγε ένα πρωί για τον
πόλεμο και δεν γύρισε ποτέ. Η κιθάρα του έμενε πάντα στην ίδια θέση στη
σάλα, τα βιβλία του στο γραφειάκι σαν θα γύριζε απ' το πανεπιστήμιο να
μελετήσει. Στο γραφειάκι του Πέτρου με έβαζε η γιαγιά μου η Αγγελική να
ζωγραφίζω. Ημασταν πάντα όλοι μαζί, σαν να ήταν να γυρίσει ο Πέτρος το
βράδυ.
Οταν τρύπωνα στο πάντα λευκοστρωμένο κρεββάτι της μου άρεσε να χαϊδεύω
τη δαντέλα στο σεντόνι και τη ρωτούσα τι είναι αυτό το σχεδιάκι ΠΖ που
έκανε εκεί στη γωνία μου έλεγε πάντα μ' ένα γλυκόπικρο χαμόγελο "είναι η
καρδούλα του Πέτρου". Τίποτ' άλλο ποτέ.
Μόνο την 28η Οκτωβρίου δεν την έβρισκες τη γιαγιά μου την Αγγελική.
Ηθελε να περνάει την ημέρα αυτή με το δικό της τρόπο. Να πηγαίνει μόνη
της το πρωί απαραιτήτως στην παρέλαση στο Σύνταγμα και μετά να
χάνεται....για να ξαναγυρίσει στην κανονική της ζωή την άλλη μέρα το
πρωί.
Αργότερα, μετά που πέθανε, έμαθα ότι περνούσε πάντα την ημέρα αυτή με τη Φανούλα.
Τη Φανούλα που έμεινε για πάντα πιστή στον δικό της "Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας" που δεν γράφτηκε ποτέ σε κανένα Ηρώον. Μόνο στην καρδιά των δικών του ανθρώπων !!!
Τη Φανούλα που έμεινε για πάντα πιστή στον δικό της "Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας" που δεν γράφτηκε ποτέ σε κανένα Ηρώον. Μόνο στην καρδιά των δικών του ανθρώπων !!!
Οδυσσέας Ελύτης "Ασμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας"
.................
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!.............
sofia-moutsou.blogspot.gr/2012/10/blog-post_28.html
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!.............
sofia-moutsou.blogspot.gr/2012/10/blog-post_28.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου